Γράφει ο Σταύρος Γανωτής στο cine.gr:
«Ο 35χρονος, τότε, Lemmon πετυχαίνει την σημαντικότερη και καλύτερη του ερμηνεία σαν ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος, παγιδευμένος σε ένα «έρημο νησί», την Νέα Υόρκη. Είναι ο μέσος άνθρωπος που έχει εγκλωβιστεί από την αποξένωση, το κυνήγι της καριέρας, τους βασανισμένους πόθους, την δειλή εργένικη ζωή. Εργάζεται σε ένα απέραντο και απρόσωπο γραφείο και, χωρίς να το έχει πολυκαταλάβει, κάνει όλες τις χάρες στους ανωτέρους του, μήπως και κερδίσει μια θέση σε δικό του προσωπικό γραφείο. Δίπλα του, ο άντρας εκμεταλλεύεται την σεξουαλική απελευθέρωση της γυναίκας και με τον δικό του ύπουλο τρόπο την κρατάει εκεί που θέλει. Σύζυγο για το σπίτι και για τα παιδιά, ερωμένη για το άλλο σπίτι και τα κέφια του.
Ένα από τα θύματα είναι και η ευαίσθητη υπάλληλος του ασανσέρ της εταιρίας. Ο ήρωας μας είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά και η αγάπη μοιάζει να πηγαίνει ιεραρχικά, μιας και το αφεντικό την χρησιμοποιεί για τα δικά του κέφια. Ο Billy Wilder αναπτύσσει τον περίγυρο της εποχής του σαν έναν χώρο ταξικής πάλης, με έπαθλο την καριέρα και το σεξ. Βλέπει πως η αμερικανική κοινωνία διασκεδάζει περισσότερο από όσο πρέπει την μεταπολεμική της ηρεμία και δεν βάζει βάσεις για ένα ουσιαστικότερο και πιο ανθρώπινο μέλλον.
Όχι, ο σκηνοθέτης δεν παρουσιάζει μια εφιαλτική κοινωνία. Βασικός του στόχος είναι να διασκεδάσει αυτήν την κατάσταση και να αντιπαραβάλει τον έρωτα σαν τελικό-αιώνιο νικητή. Τραγικός όσο δεν παίρνει, αλλά με ένα πολύ καλό κωμικό καμουφλάζ, πίσω από το οποίο μπορεί να κρυφτεί και ο θύτης-θεατής. Πολλά χρόνια μετά και ενώ η γυναίκα έχει πάρει σημαντικότερη θέση στην κοινωνία, ελάχιστα έχουν αλλάξει. Το χρήμα, η καριέρα και το σεξ συνεχίζουν να σαμποτάρουν τα θεμέλια μιας κοινωνίας που θα έπρεπε να στηρίζεται μόνο στην αγάπη και τον αλληλοσεβασμό. ΗΓκαρσονιέρα μπορεί να υπάρχει ακόμα και σήμερα κάπου δίπλα σου και να μην το έχεις πάρει χαμπάρι. Απλά ίσως η κοπέλα που την επισκέπτεται να μιλάει κάποια γλώσσα, άγνωστη σε εσένα...»