Λάχανο είναι το φυτό που βλέπουμε αριστερά σε δυο ποικιλίες του. Σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού, είναι «ποώδες καλλιεργούμενο φυτό, σφαιρικού σχήματος, με μεγάλα σαρκώδη φύλλα που τρώγονται ωμά, μαγειρεμένα ή τουρσί». Το λάχανο είναι λαχανικό, και αμέσως βλέπουμε ότι η δεύτερη λέξη είναι παράγωγο της πρώτης. Όπως δηλαδή το μήλο μπορεί να θεωρηθεί ο κατεξοχήν καρπός, αφού πολλοί άλλοι καρποί ονομάζονταν ή ονομάζονται με βάση το μήλο, έτσι και το λάχανο θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των κηπευτικών, αφού έδωσε το όνομά του σε ολόκληρη την κατηγορία.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Στα αρχαία ελληνικά, λάχανα (συνήθως στον πληθυντικό) ονομάζονταν όλα τα εδώδιμα και καλλιεργούμενα κηπευτικά, όχι απλώς αυτό που λέμε σήμερα λάχανο. Η λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα «λαχαίνω» και εδώ πρέπει να προσέξουμε, διότι είναι διαφορετικό από το σημερινό ρήμα «λαχαίνω» (π.χ. μου έλαχε ο κλήρος) απ’ όπου και τα λαχεία. Το σημερινό ρήμα «λαχαίνω» είναι μετεξέλιξη του αρχαίου «λαγχάνω», ενώ το αρχαίο «λαχαίνω» σήμαινε «σκάβω». Μία και ενιαία, που έλεγε κάποιος.
Λάχανα λοιπόν ήταν τα φυτά που σκάβεις για να τα καλλιεργήσεις, τα κηπευτικά, και γενικότερα κάθε εδώδιμο λαχανικό. Όσο για τη λέξη «λαχανικά», πρώτη της εμφάνιση είναι στην ελληνιστική εποχή, στη φρ. «λαχανικόν τέλος», που ήταν ο φόρος που έμπαινε στους καλλιεργητές κηπευτικών.
Με τα λάχανα υπάρχει ένα ανέκδοτο, που το διηγείται τρεις φορές με παραλλαγές ο Διογένης Λαέρτιος στους Βίους των φιλοσόφων. Ο Πλάτωνας, λέει μια παραλλαγή, είδε μια φορά τον κυνικό Διογένη να πλένει λαχανικά για να τα φάει. «Αν υπηρετούσες τον (τύραννο) Διονύσιο», του είπε ήρεμα, «δεν θα έπλενες τώρα λάχανα». «Κι εσύ», του απάντησε ο Διογένης εξίσου ήρεμα, «αν έπλενες λάχανα δεν θα υπηρετούσες τον Διονύσιο». [Πλάτων θεασάμενος αὐτὸν λάχανα πλύνοντα, προσελθὼν ἡσυχῆ εἴποι αὐτῷ, «εἰ Διονύσιον ἐθεράπευες, οὐκ ἂν λάχανα ἔπλυνες·» τὸν δ’ ἀποκρίνασθαι ὁμοίως ἡσυχῆ, «καὶ σὺ εἰ λάχανα ἔπλυνες, οὐκ ἂν Διονύσιον ἐθεράπευες»]. Πέρα από αυτό το μάθημα ανεξαρτησίας, ενδιαφέρον είναι ότι σε μιαν άλλη παραλλαγή ένας άλλος κυνικός, ο Μητροκλής, έπλενε σκάνδικες, και είπε στον Αρίστιππο, που είχε τσούρμο μαθητές και ήταν πλούσιος, «σὺ ὁ σοφιστὴς οὐκ ἂν τοσούτων ἔχρῃζες μαθητῶν, εἰ λάχανα ἔπλυνες·», δηλαδή αν είχες μάθει να τρως λάχανα δεν θα ήταν ανάγκη να παίρνεις τόσους μαθητές, και βέβαια ο Αρίστιππος απάντησε: «καὶ σὺ εἴπερ ἀνθρώποις ᾔδεις ὁμιλεῖν, οὐκ ἂν τούτοις τοῖς λαχάνοις ἐχρῶ», δηλαδή αν ήξερες να μιλάς στους ανθρώπους δεν θα είχες ανάγκη να τρως λάχανα. Την ίδια απάντηση ο Αρίστιππος την είχε δώσει και στον ίδιο τον Διογένη, αλλά το γλωσσικό ενδιαφέρον εδώ είναι ότι τους σκάνδικες (που είναι, θαρρώ, τα μυρώνια), τους αποκαλούσανε γενικώς «λάχανα».
Το λάχανο στην αρχαιότητα το λέγανε κράμβη, ενώ λεγόταν και ράφανος λαχανώδης. Η ονομασία αυτή διατηρείται και στα μεσαιωνικά χρόνια (κραμβὶν καρδίαι τέσσαρεις, χονδραὶ καὶ χιονάται στον Πτωχοπρόδρομο), ενώ λάχανα στον πληθυντικό είναι πάντοτε τα λαχανικά. Μόνο στα νεότερα χρόνια εξειδικεύεται η σημασία. Τον 17ο αιώνα ο μοναχός Αγάπιος Λάνδος στο Γεωπονικό του συμβουλεύει όποιον δεν αντέχει το κρασί, να φάει νηστικός «πεντέξι πικραμύγδαλα και ολίγην κράμβην, ήγουν λάχανον κλειστόν» -βρισκόμαστε, θαρρώ, στη μεταβατική φάση προς τη σημερινή σημασία -που την αντικατοπτρίζει και η παλιότερη ονομασία κραμπολάχανο.
Το λάχανο, από βοτανική άποψη, ανήκει στο είδος της Κράμβης της Λαχανώδους (Brassica oleracea στα λατινικά της βοτανικής), το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο το λάχανο αλλά και κάμποσα άλλα συγγενικά λαχανικά: τα κουνουπίδια, τα μπρόκολα, τα λαχανάκια Βρυξελλών κτλ. Το υποείδος «Κράμβη η λαχανώδης η κεφαλωτή» (Brassica oleracea capitata) είναι το λάχανο. Κεφαλωτή επειδή το λάχανο μοιάζει με κεφάλι.
Στα αγγλικά, το λάχανο είναι cabbage, μια λέξη που ανάγεται στο παλαιό γαλλικό caboche, που σήμαινε «κεφάλι» και «λάχανο». Είπαμε, μοιάζουν. Στα γαλλικά, πάλι, λέγεται chou, που ανάγεται στο λατινικό caulis, που σήμαινε το στέλεχος των φυτών και μετά με μετωνυμία το ίδιο το φυτό και ειδικώς το λάχανο. Από εκεί είναι και το ιταλικό cavolo. Ομόρριζο με το λατινικό είναι και το ελληνικό καυλός, στέλεχος φυτού βέβαια αλλά από την αρχαιότητα κιόλας το ανδρικό μόριο, για να το πούμε σεμνά, απ’ όπου και το νεότερο καυλί και η καύλα. Ελπίζω να μη μας διαβάζουν παιδιά.
Στα γαλλικά chou ονομάστηκε και ένα γλύκισμα, επειδή έχει κάποια ομοιότητα με το λάχανο, και το όνομα πέρασε και στα ελληνικά, κι έχουμε τα σου (α λα κρεμ). Είναι το γλυκό που κρατούσε ο Κύριος ημών όταν πήγε επίσκεψη στο σπίτι της Μαρίας για να γνωριστεί με τα πεθερικά του (Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος με τα σου). Από την ίδια οικογένεια και το σουκρούτ, που είναι φαγητό με ξινό λάχανο τουρσί και διάφορα αλλαντικά, choucroute στα γαλλικά. Η γαλλική λέξη είναι παρετυμολογική επανερμηνεία του γερμανικού Sauerkraut, που θα πει «ξινό λάχανο», όμως στα γαλλικά ερμηνεύτηκε σαν «λάχανο κρούστα». Στα γερμανικά, Kraut είναι το λάχανο, είναι όμως και γενικώς τα χορταρικά -βλέπουμε δηλαδή το ίδιο φαινόμενο που έχουμε και στα ελληνικά.
Οι Γερμανοί τρώνε πολύ λάχανο τουρσί, γι’ αυτό και στα αγγλικά είχαν το παρατσούκλι Kraut και Sauerkraut. Ο Μένκεν διηγείται ότι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κάποιοι επαγγελματίες πατριώτες προσπάθησαν να αλλάξουν το Sauerkraut σε Liberty cabbage, λάχανο της ελευθερίας, αλλά η προσπάθεια απέτυχε (ενώ εμείς τον τούρκικο καφέ καταφέραμε να τον πούμε ελληνικό). Πολύ λάχανο τρώνε και οι Ρώσοι, τη λαχανόσουπα, το μπορς. Ο Βάρναλης, στις εντυπώσεις του από τη Ρωσία το 1934 (τώρα και σε βιβλίο, για να κάνουμε τη ρεκλάμα μας) γράφει: «Η μυρωδιά της Μόσχας είναι… η λαχανίλα. Σε ρεστοράν, σπίτια, εργοστάσια, σχολεία, μαγειρεύεται σχεδόν κάθε μέρα το εθνικό φαγί των Ρώσων, το μπορς, «ο μέλας ζωμός» των Σπαρτιατών του Βορρά. Φαγί χορταστικό, θερμαντικό και φτηνό για τη φτωχολογιά. Λάχανο και πατάτα είναι από τα πιο χρειαζούμενα ζαρζαβατικά για το ρούσικο πλήθος. Ακόμα και το Πανεπιστήμιο της Μόσχας μυρίζει λάχανο!».
Στα τούρκικα το λάχανο λέγεται… lahana -ενικός αριθμός αλλά δάνειο από τον ελληνικό πληθυντικό, όπως και η ντομάτα λέγεται domates (έτσι τα διαλαλούσε ο ρωμιός μανάβης, ίσως).
Με τα λάχανα έχουμε πολλές παροιμίες, που επειδή ήδη έχω γράψει πάρα πολλά θα τις περάσω στα γρήγορα. Ας πούμε, «Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια», το κάθε τι στον καιρό του -δεν είμαι βέβαιος αν τα παραπούλια είναι άλλο λαχανικό ή αν είναι οι παραφυάδες, τα παραβλάσταρα. «Όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα», και «Άφραχτος κήπος, έρμα τα λάχανα». Υπάρχει και η «Κάλλιο λάχανα με γέλια, παρά ζάχαρη με γρίνια», παροιμία με πολλές παραλλαγές και στο πρώτο και στο δεύτερο σκέλος, που λέει ότι καλύτερα το φτωχικό και αγαπημένο αντρόγυνο, και που ανάγεται στο βιβλικό «Κρείσσων ξενισμός μετά λαχάνων προς φιλίαν και χάριν ή παράθεσις μόσχων μετά έχθρας», από τις Παροιμίες του Σολομώντα. Κι ένας παροιμιόμυθος σε μορφή διαλόγου: — Κουμπάρε, φάε λάχανα! — Στον πάτο πάει το λάδι. Κι αυτό μου θυμίζει την έκφραση «ακριβός στα λάχανα και φτηνός στο λάδι», αν και πολύ περισσότερο γνωστή είναι η παραλλαγή με τα πίτουρα και το αλεύρι.
Όσο για παγιωμένες φράσεις, έχουμε ήδη αναφέρει την «σπουδαία/σιγά τα λάχανα», έκφραση περιφρόνησης. Επίσης, όταν σκοτώσουν κάποιον κρυφά και ύπουλα, λέμε «τον φάγανε λάχανο» -άραγε όπως κλέβει κανείς τα λάχανα από τον μπαχτσέ; Υπάρχει επίσης η φράση «Τι λάχανα τι μπρόκολα» (για πράγματα που ελάχιστα διαφέρουν) που έγινε μετρίως διάσημη όταν τη χρησιμοποίησε ο Χαρίλαος Φλωράκης για να σχολιάσει τον επιχειρούμενο εκδημοκρατισμό το 1973 με τον Μαρκεζίνη.
Καλά όλα αυτά, αλλά γιατί όταν τρέχουμε ή γενικά κάνουμε κάτι κοπιαστικό και μας κόβεται η ανάσα λέμε ότι λαχανιάζουμε; Ποια σχέση μπορεί να υπάρχει με τα λάχανα; Ετυμολογικά, καμία. Το «λαχανιάζω» προήλθε από ένα μεσαιωνικό αναχανιάζω (> ναχανιάζω και με ανομοίωση λαχανιάζω), από τον αόριστο του αρχαίου «αναχαίνω» που σήμαινε «ανοίγω διάπλατα το στόμα». Στα γκρεκάνικα της Απουλίας το λένε «αναχανίτζω». Επομένως, μόνο παρετυμολογική σχέση υπάρχει με τα λάχανα.
Από την άλλη, έχουμε το λαχανί χρώμα, που δεν είσαι καλόγουστος αν δεν το κοροϊδέψεις (ιδίως προφέροντάς το επίτηδες «λαχαgnί»), έχουμε τους λαχανοντολμάδες που είναι ουσιαστική συμβολή των Βαλκανίων στον παγκόσμιο πολιτισμό, έχουμε και τη λαχανοφυλλάδα, περιφρονητικό χαρακτηρισμό για ανυπόληπτη εφημερίδα.
Τέλος, στην παλιά αργκό λάχανο λεγόταν το πορτοφόλι, και λαχανάδες οι πορτοφολάδες, και στο διάσημο ρεμπέτικο του Βαγγέλη Παπάζογλου «Κάτω στα Λεμονάδικα» πιάσανε δυο λαχανάδες, που ευθαρσώς δηλώσαν ότι «τσιμπούμε λάχανα και την περνάμε φίνα». Κατά σύμπτωση, στην αμερικάνικη αργκό cabbage, λάχανο δηλαδή, είναι και τα λεφτά, ίσως από το χρώμα. Δεδομένου ότι «δει δε χρημάτων», τελικά αποδείχτηκε ότι τα λάχανα είναι σπουδαία!
https://sarantakos.wordpress.com/2015/02/05/lahana/#more-12657