ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ


Κυριακή, 13 Ιουλίου 2014 17:57

Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: Εγγυημένη φτώχεια για όλους;

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

του Βλάση Μισσού

Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ): τρεις λέξεις εύηχες, που παραπέμπουν σε μια ευαισθητοποιημένη κρατική πολιτική. Γι’ αυτό και η εξαγγελία της εφαρμογή του (όπως θα συμβεί, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, σε οκτώδήμους, άγνωστο ποιους, τους επόμενους μήνες) γίνεται συνήθως δεκτή θετικά. Ποιος θα εναντιωνόταν σε μια τέτοια ρύθμιση; Και όμως τόσο η θεωρία όσο και η διεθνής εμπειρία και πρακτική καταλήγουν σε αρνητικά συμπεράσματα. Με δυο λόγια, το ΕΕΕ ((που δεν πρέπει να το συγχέουμε με το Βασικό Εγγυημένο Εισόδημα) δεν είναι αντίδοτο, αλλά η αρμονικά εκφρασμένη αποδοχή των φτωχοποιητικών επιπτώσεων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και το όχημα της συνέχισής της. Το μέτρο θέτει κατώτατους όρους διαβίωσης και επιδοτεί τη διατήρησή τους εις μακρόν.

Ένας από τους πλέον γνωστούς θεωρητικούς εκφραστές του ΕΕΕ είναι ο διάσημος νεοφιλελεύθερος Φρίντριχ Χάγιεκ. Ο Χάγιεκ υπογράμμιζε την ανάγκη ενός ΕΕΕ, σε μια απόπειρα διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, λαμβάνοντας υπόψη την απειλή στη σταθερότητα και τις ανισορροπίες που θα επέφεραν οι σκληρότατες προτάσεις του (περί… «κοινωνικής δικαιοσύνης», όπως τις ονόμαζε). Η περίπλοκη ιδέα ενός ΕΕΕ μπορεί να αναδείξει το επιθετικό πρόσωπο μιας μεροληπτικής θεωρίας, που υποστηρίζει ότι το ελάχιστο επίπεδο εγγυημένου εισοδήματος μιας χώρας δεν πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ΕΕΕ μιας άλλης, διότι έτσι θα υποσκάπταμε την ελεύθερη μετακίνηση μεταξύ εθνικών συνόρων. Η θεωρία του Χάγιεκ πρεσβεύει μια όσο το δυνατόν εντονότερη διεθνή «κινητικότητα» πολιτών/εργαζομένων, οι οποίοι στις αμέτρητες διαδρομές τους μεταξύ των χωρών όπου θα βρεθούν, προς ανεύρεση εργασίας ή «προσωπικής ευημερίας», θα λησμονήσουν την εθνική και ιδιαίτερη κουλτούρα τους, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτή προσδιορίζει ένα εθνικά οριζόμενο επίπεδο διαβίωσης. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα του 2009 –αλλά ακόμα και σήμερα– δεν θεωρούνταν πολυτέλεια μια οικογένεια να διαθέτει ένα ιδιόκτητο τριάρι στο κέντρο της Αθήνας, αλλά ασφαλώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για μια αντίστοιχη οικογένεια στο Παρίσι.

Ας προσέξουμε τις δύο αρνήσεις στο ακόλουθο απόσπασμα από το έργο The Political Order of a Free People του Χάγιεκ (1979): «Είναι προφανές ότι για πολύ καιρό ακόμα η διασφάλιση ενός επαρκούς και ομοιόμορφου επιπέδου ελαχίστου εισοδήματος για όλους τους ανθρώπους, παντού, θα είναι αδύνατη. Με άλλα λόγια, οι πιο πλούσιες χώρες δεν θα έχουν την ευχέρεια να διασφαλίσουν για τους πολίτες τους ένα επίπεδο που δεν θα είναι υψηλότερο από εκείνο που μπορεί να διασφαλιστεί για όλους τους ανθρώπους (σε όλες τις χώρες)». Από τη θέση αυτή συνάγεται ότι τα κράτη της Ευρωζώνης πρέπει να διασφαλίσουν ένα χαμηλό-ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος και όχι ένα υψηλό-ελάχιστο, με σκοπό την ήπια άμβλυνση της ανισότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Η διεθνής εμπειρία εφαρμογής του ΕΕΕ καταγράφεται με τρόπο γλαφυρό από τα πλέον αρμόδια όργανα της κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής, όπως ο ΟΟΣΑ. Χώρες οι οποίες εφαρμόζουν ένα ΕΕΕ χρησιμοποιούν ως βασικό εργαλείο εξοικονόμησης των περιορισμένων πόρων για κοινωνική πολιτική την επονομαζόμενη «στόχευση» με διαδικασίες «ελέγχου πόρων των δικαιούχων», γνωστό ως means-tested, κατά την οποία ο αιτών προσκομίζει τα δικαιολογητικά της ανημποριάς του. Έτσι, δημιουργούνται πολλές διαφορετικές κατηγορίες δικαιούχων, όπως «μονογονεϊκές οικογένειες», «ζευγάρια χωρίς τέκνα» κ.ο.κ., όπου σε καθεμιά τα εισοδηματικά κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την καταβολή του ΕΕΕ, διαφέρουν. Η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών, όμως, δεν είναι προφανής. Από τη μια, συνήθως προσπερνάμε το (σημαντικό) γραφειοκρατικό κόστος συλλογής και αξιολόγησης των αναγκαίων δικαιολογητικών που απαιτεί ένα τέτοιο μέτρο. Από την άλλη, ο στιγματισμός των δικαιούχων και η εξάρτησή τους από τέτοιου είδους περιοδικές εισοδηματικές εισροές, ριζώνει τη συνείδηση της θέσης τους στον κοινωνικό ιστό. Πρόκειται για επιδίωξη πιστοποίησης της αδυναμίας των νοικοκυριών να τα «βγάλουν πέρα». Η προώθηση τέτοιων μέτρων θέτει συνήθως στους δικαιούχους το ευτελές δίλημμα της επιλογής μεταξύ μιας χαμηλόμισθης εργασίας ή ενός ΕΕΕ, προσαρμόζοντας σταδιακά τα καταναλωτικά τους πρότυπα και το επίπεδο δαπανών και διαβίωσης τους. Πολλές φορές μάλιστα, τα –νεαρά κυρίως– άτομα προτίθενται να αρνηθούν την εργασία, χωρίς το δικαίωμα του ΕΕΕ να είναι διασφαλισμένο, μιας και τα κριτήρια για την καταβολή ενός τέτοιου εισοδήματος είναι πραγματικά ασφυκτικά. Έτσι, το ΕΕΕ ωθεί τα άτομα προς ανεύρεση ανασφάλιστης εργασίας, αφαιρώντας δυνητικούς πόρους από το σύστημα κοινωνικής προστασίας και αυξάνοντας την εξάρτηση της χρηματοδότησής του από εξωγενή κονδύλια. Στην Ελλάδα, όπου ο βαθμός ανασφάλιστης εργασίας είναι ήδη υψηλός, κάτι τέτοιο αναμένεται να λειτουργήσει κατεξοχήν επιβαρυντικά.

Τα μέχρι τώρα στατιστικά δεδομένα συνηγορούν ότι τα χρηματικά ποσά που καθορίζονται ως ΕΕΕ σπανίως ξεπερνούν το λεγόμενο «κατώφλι φτώχειας» μιας χώρας. Το «κατώφλι φτώχειας» ορίζεται από τη Eurostatως το 60% του διάμεσου ατομικού εισοδήματος, ενώ ο πληθυσμός που διαβιεί με λιγότερο από αυτό το επίπεδο, χαρακτηρίζεται «φτωχός». Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας για την Ελλάδα του 2011, το εν λόγω επίπεδο ορίζεται λίγο πιο πάνω από τα 5.700 ευρώ τον χρόνο (475 ανά μήνα) και αφορά το 23,1% του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, ένα ΕΕΕ το οποίο βρίσκεται κάτω από αυτό το επίπεδο μπορεί διαχρονικά να διατηρήσει τα επίπεδα φτώχειας και όχι να τα αμβλύνει. Η έκθεση του 2013 του ΟΟΣΑ, για ένα «Πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό του συστήματος παροχών στην Ελλάδα», θεωρεί ξεκάθαρα ότι πρέπει να προωθηθεί η λογική «ελέγχου πόρων των δικαιούχων», αφού η ανάλυσή της εδράζεται κυρίως στο υψηλό κόστος του κοινωνικού κράτους και όχι στη συμβολή του στην κατανάλωση. Η πρόταση –κωδικοποιημένα– εμπεριέχει μεταξύ άλλων τις εξής επιλογές (οι επιλογές 3 και 4 δεν ενθαρρύνονται από τον ΟΟΣΑ, ως λιγότερο αποτελεσματικές):

Περιορισμός της πρόσβασης σε κοινωνικά προγράμματα, που θα απευθύνονται μόνο στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Η στόχευση στο φτωχότερο 25% του πληθυσμού, θεωρείται ότι θα εξοικονομήσει το 1,3% του ΑΕΠ και θα μειώσει το ποσοστό φτώχειας κατά 1,6%.
Επέκταση του επιδόματος ανεργίας κατά 12 επιπλέον μήνες σε ανέργους. Εάν η στόχευση αφορά το φτωχότερο 20% του πληθυσμού, το μέτρο θα κοστίσει 0,2% του ΑΕΠ και θα μειώσει το ποσοστό φτώχειας κατά 1,3%.
Περιορισμός του επιδόματος κατοικίας αποκλειστικά σε νοικοκυριά που διαβιούν κάτω από το ΚΦ και που έχουν τουλάχιστον ένα τέκνο. Εάν η στόχευση επικεντρωθεί στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού, τότε το κόστος δε θα ξεπεράσει το 0,1% του ΑΕΠ και το ποσοστό φτώχειας θα μειωθεί κατά 0,1%.
Κατάργηση όλων των οικογενειακών επιδομάτων και αντικατάστασή τους με ένα νέο επίδομα. Εάν το νέο επίδομα αφορά το φτωχότερο 30% του πληθυσμού, τότε η εξοικονόμηση θα φτάσει το 0,4% του ΑΕΠ.
Κατάργηση όλων των υπαρχόντων επιδομάτων αναπηρίας και αντικατάστασή τους με ένα νέο επίδομα. Εάν το νέο επίδομα αφορά το φτωχότερο 30% πιο φτωχό τμήμα του πληθυσμού, τότε η εξοικονόμηση θα ανέλθει στο 0,4% του ΑΕΠ.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις προϋποθέτουν έναν πλήρη και ριζικό επαναπροσδιορισμό του Συστήματος Κοινωνικής Προστασίας καθώς και την απόκλισή του από καθολικού τύπου παροχές. Οι ασκήσεις επί χάρτου του ΟΟΣΑ και η πτώση του ποσοστού φτώχειας που προτίθεται να επιφέρει συμφωνεί με τη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης που προωθεί η κυβέρνηση και την υποβάθμιση των εισοδημάτων ώστε η ανισότητα μεταξύ τους να μειωθεί. Ως εκ τούτου, η εισαγωγή του ΕΕΕ συμπορεύεται με την κατεστημένη αντίληψη ενός χαμηλού κόστους διαβίωσης για όλο και περισσότερους. Άλλωστε, οι μέχρι τώρα πληροφορίες από την πρόταση των στελεχών της Παγκόσμιας Τράπεζας προς το Υπουργείο Εργασίας για την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου, θέτουν το όριο του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος σε όρια που ενδεχομένως να μην ξεπερνούν τα 3.000 (!) ευρώ ετησίως (250 ανά μήνα!) — ποσό με το οποίο υπολογίζεται ότι διαβιεί ένα πολύ μικρό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού. . Έτσι, η κοινωνική πολιτική λαμβάνει τον χαρακτήρα ήπιας επούλωσης των πληγών που αφήνει πίσω της η ακραία φτώχεια, απαρνούμενη το αίτημα για αξιοπρεπή στήριξη του πληθυσμού.

Χρέος μιας εναλλακτικής πολιτικής είναι η πλήρης άρνηση της σύνδεσης των επιδομάτων με τον «έλεγχο πόρων των δικαιούχων» και η απαίτηση σχεδιασμού ενός γενναιόδωρου συστήματος κοινωνικής προστασίας, που θα παρέχει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών και καθολικές παροχές στον πληθυσμό· ενός συστήματος ικανού να υποβοηθήσει τη μεγέθυνση της οικονομίας, και που δεν θα εκλαμβάνεται μονάχα ως κόστος.

Ο Βλάσης Μισσός είναι ερευνητής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
http://enthemata.wordpress.com/2014/07/13/vmis/