Για παράδειγμα το άρθρο «Το κοινοβούλιο του Ελληνισμού»: του μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ και καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Ευάγγελου Βενιζέλου στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» [Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1993] - εδώ συναντά κανείς αρκετά από τα στερεότυπα και τις ιδεοληψίες που καθόρισαν εκείνη την περίοδο, αλλά και μετέπειτα, τις πολιτικές εξελίξεις.
Η οριστική αλλαγή πλεύσης του σκάφους της ελληνικής δημοκρατίας καταγράφεται ανάγλυφα στον κυρίαρχο λόγο των εκπροσώπων της πολιτικής τάξης: από το «κοινωνικό» στο «εθνικό», από την «πραγματικότητα» στην «ιδεολογική φαντασίωση» - η εθνικιστική έξαψη της περιόδου αποθεώνει τα ιδεολογικά στερεότυπα «αυτοπροσδιορισμού» και «αυτοπεριγραφής».
Αυτά τα στερεότυπα αποτελούν πλέον απαραίτητο εφόδιο για την αύξηση του συμβολικού κεφαλαίου κάθε πολιτικού που έχει «βλέψεις» και ο νέος ευαγγελιστής του ραγδαίως μεταλλασσόμενου ΠΑΣΟΚ δεν φείδεται λόγων και προσθέτει τις δικές του πινελιές στην καλπάζουσα εθνικιστική παραλογία : «Οι Έλληνες, όπου γης, κουβαλούν μέσα στην ψυχή τους την Ελλάδα» [«Θεσσαλονίκη», Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1993]- την ίδια περίπου περίοδο αρχίζουν να ξεμυτίζουν από τα κράσπεδα του κοινωνικού και πολιτικού περιθωρίου οι «ελληνόψυχοι» με τις αιμοβόρες προθέσεις και το νατσιστικό χαιρετισμό.
Μια φαινομενικώς ξεπερασμένη πολιτική ιδιόλεκτος επανακάμπτει: «ψυχές Ελλήνων» εδώ, «ελληνικές ψυχές» εκεί, συλλογικές εθνικές «ψυχοσυνθέσεις» και άλλα αφελή ιδεολογήματα απέκτησαν στο τέλος και επίφαση επιστημονικού λόγου [ Βλ. και το άρθρο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων και η άβυσσος του ελληνικού αδιεξόδου] – το anything goes της εθνικιστικής ανοητολογίας δεν έχει όρια και δε γνωρίζει μέτρο.
Έτσι οι Έλληνες «κουβαλούν … τη βαριά και ανεπανάληπτη αίσθηση της ιστορίας, της παράδοσης και του πολιτισμού»: ο… πομπώδης συνταγματολόγος φαίνεται πως αγνοούσε τότε την κριτική που άσκησε ο σήμερα τόσο «εύχρηστος» στην «κεντροαριστερή» ρητορεία Γιούργκεν Χάμπερμας στις φιλοσοφικές προσπάθειες άκριτης αποκατάστασης της παράδοσης (π.χ. την κριτική στην αποκατάσταση της παράδοσης από τον Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ) και αργότερα, όταν ο Χάμπερμας έγινε in και στην Ελλάδα, η εθνικιστική αυταρέσκεια με τις υστερικές ιδεοληπτικές οιστρηλατήσεις («ιστορία», «παράδοση», «πολιτισμός») είχε ήδη ανοίξει διάπλατες τις λεωφόρους που θα έφερναν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού μέσα σε αλαλαγμούς και πανηγύρεις - πρακτική πολιτική εφαρμογή βρήκε η εθνικιστική παραλογία της πολιτικής τάξης και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων στην αυτοκτονική εθνική εξόρμηση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Οι εθνικιστικές κενολογίες και οι λεκτικές πομφόλυγες του συνταγματολόγου, που εξέπλησσε το πανελλήνιο με την ευφράδειά του, είναι ενδεικτικές για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής: «Ο ελληνισμός δεν χώρεσε ποτέ στα στενά όρια του ελληνικού κράτους. Άνθησε μέσα στην παγκοσμιότητα χωρίς ποτέ να χάσει τη ιδιοσυστασία του» - η αίσθηση μιας ξεχωριστής ιδιαιτερότητας, το «ανάδελφο», αποκτά ερείσματα στην ιδιόλεκτο της πολιτικής γλώσσας (και σκέψης).
Έτσι αρχίζει ο διαγωνισμός στα καλλιστεία της υπερβολής, της ανοητολογίας και της ανευθυνότητας: «Η παγκοσμιότητα αυτή του Ελληνισμού η Ελληνική Διασπορά ως διαρκές και πάγιο χαρακτηριστικό της ιστορίας του Έθνους δεν πρέπει να ταυτίζεται ούτε με τον κακώς νοούμενο κοσμοπολιτισμό ούτε μ΄ ένα αίσθημα φιλελληνισμού το οποίο κανείς δεν πρέπει φυσικά να υποτιμά. Πρόκειται για την ίδια την Ελλάδα όχι ως πολιτειακό μόρφωμα, αλλά ως ιστορική συνέχεια και εισφορά, ως κατάθεση στο παγκόσμιο δημοκρατικό και πολιτισμικό κεκτημένο» - η πολιτική τάξη της χώρας καπηλεύεται τα κλέη ενός παρελθόντος με το οποίο δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση και ναρκισσεύεται εμπρός στον καθρέφτη της δανεικής ευμάρειάς της προετοιμάζοντας την εθνική καταστροφή («Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απολέσαι»).
Η πολιτική μωρία καταγράφεται κοινοτοπικά: «ο πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία» - την αλαζονεία των εθνικιστικού ναρκισσισμού (διείσδυση στα Βαλκάνια και άλλα ευτράπελα) συνοδεύει ως σκοτεινή σκιά η αποψίλωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Το τόξο: Πολύ πριν ανακαλύψει ο Ευάγγελος Βενιζέλος μέσα στο κοινοβούλιο το αμφιλεγόμενο δημοκρατικό τόξο, ως απάντηση στη νατσιστική απειλή, οραματίσθηκε «το μεγάλο τόξο του Ελληνισμού» : «Ιστορική συνείδηση, γλωσσική ταυτότητα, πολιτισμική συνέχεια, ορθόδοξη πίστη και παράδοση, αναπτυξιακοί και οικονομικοί δεσμοί, διαρκής επαγρύπνηση για τα εθνικά συμφέροντα. Όλα αυτά κατά τρόπο κοινό, αδιαίρετο και αλληλοτροφοδοτούμενο συνθέτουν το μεγάλο τόξο του Ελληνισμού» - και ακολούθησε ο «συντονισμός» των απανταχού Ελλήνων… με την πλήρη αποδιοργάνωση της χώρας.
Οι φαντασιώσεις της επηρμένης πολιτικής τάξης της χώρας, υπό το «άγχος» του «τέλους της ιστορίας», απόκτησαν εκτρωματικές διαστάσεις: το ετερόκλητο μιας ασαφούς «εθνικής διασποράς» παραθεωρήθηκε ως στοιχείο μιας ανεκμετάλλευτης δυναμικής: «Το ζητούμενο είναι ο διαρκής ισότιμος και συστηματικός συντονισμός και η πλήρης αξιοποίηση όλου αυτού του διάχυτου δυναμισμού. Όλων αυτών των υπαρκτών και ζωντανών δυνάμεων του έθνους…» [Εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 1993]
Στο άρθρο του Θεσσαλονικιού πανεπιστημιακού έχουμε διάφορα χρώματα της παλέτας του εθνικιστικού λόγου εκείνης της περιόδου: «ψυχή», «ιδιοσυστασία», «ταυτότητα», «ανεπανάληπτη αίσθηση της ιστορίας», «ζωντανή μνήμη της ελληνικής καταγωγής» - η εθνικιστική μεγαλομανία έχει υπερχειλίσει και δεν κρατιέται.
Δεν έχω την πρόθεση να ανιχνεύσω τις εθνικιστικές παρεκτροπές της πολιτικής σκέψης του Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά το κείμενο των «58» που είδε το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες έχει σε πολλά σημεία τρομακτικές ομοιότητες με τα εθνικιστικά παραστρατήματα του Θεσσαλονικιού συνταγματολόγου: η λογική της εθνικής ταυτότητας και των εθνικιστικών στερεοτύπων που τη συνοδεύουν δε λείπει και από αυτό το κείμενο – «η κρίση μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα εθνική αυτογνωσία και σε μια νέα πατριωτική υπερηφάνεια».
«Νέα εθνική αυτογνωσία», «νέα πατριωτική υπερηφάνεια»: νέες κενολογίες και νέες «αιτιολογήσεις» - «χωρίς την κομπλεξική εθνικιστική αλαζονεία για αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε ενώ δεν είμαστε. Χωρίς ντροπή γι΄ αυτό που είμαστε». Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να ντρέπεται κανείς: να ντρέπεται για τον εαυτό του, να ντρέπεται για τους άλλους – αλλά η πιθανή ντροπή επειδή ανήκει κάποιος σε μια «φανταστική κοινότητα» προϋποθέτει την υποστασιοποιημένη ενότητα αυτής της κοινότητας (περιδινούμεθα στον φαύλο κύκλο μιας φανταστικής συλλογικής ταυτότητας, που «υποφέρει», «ντρέπεται», «περηφανεύεται» κ.ο.κ., η οποία, όμως, στο τέλος αποκαλύπτεται ως ιδεολογία)
Το σχετικά ήπιο ύφος των διατυπώσεων στο κείμενο των «58» δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε παρανοήσεις: πρόκειται για την ίδια εθνικιστική «λογική» που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της καταστροφής –ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας των «58» δεν απέχει πολύ από τα εθνικιστικά στερεότυπα και τον μεγαλοϊδεατικό «συντονισμό του ελληνισμού» που οραματιζόταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Τώρα οι «58» ονειρεύονται νέες κατακτήσεις: «Μέσα στο καμίνι της κρίσης, μπορεί να κατακτηθεί μια νέα εθνική αυτογνωσία, να κτιστεί και πάλι ένα αίσθημα λαϊκής υπερηφάνειας, που η σεμνότητα της θα την απομακρύνει από το λαϊκισμό και η πατριωτική της ρίζα από τον εθνικισμό» - είναι εκπληκτικός ο κυνικός τρόπος με τον οποίο εξαφανίζεται η προσωπική κόλαση (φτώχεια, ταπείνωση, ντροπή, απελπισία) που εμβιώνουν χιλιάδες πολίτες αυτής της χώρας, ο κάθε ένας και η κάθε μία ξεχωριστά, με την επίκληση της διάσωσης της διεθνούς αξιοπρέπειας της χώρας («για να βγει η Ελλάδα από τη θέση του κράτους-παρία, να επανακτήσει τη διεθνή της αξιοπρέπεια…»).
Εδώ εμφανίζεται ανεστραμμένο το «επιχείρημα» των Νάτσηδων περί εθνικής «ξεφτίλας» και «ξεφτιλισμένων» πολιτικών: όλες οι πολιτικές «ταυτότητας» οδηγούν αργά ή γρήγορα σε συλλογικές ευθύνες, αποκλεισμούς, εν τέλει στον ολοκληρωτισμό - οπότε μόνο ως κακόγουστο αστείο θα πρέπει να εκλάβουμε και την κενολογία περί «νέας συμπόρευσης της εθνικής αυτογνωσίας με τον προοδευτικό ευρωπαϊσμό».
Η φωνή από το παρελθόν: Η ρητορική της «ταυτότητας» είναι επινοητική και έχει γλωσσοπλαστικές ικανότητες: το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 1972 «ο αντιπρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δημοσιογράφος κ. Ν. Μέρτζος» έδωσε διάλεξη στην Σερραϊκή Πολιτιστική Εταιρία με θέμα «περισσότερη ελληνοσύνη». Και μιας και οι «58» αναζητούν να εύρουν εικόνα, να προβάλλουν εικόνα αυτογνωσίας στο μέλλον παραπέμπω στο ρεπορτάζ για την ομιλία του αντιπροέδρου της Συμβουλευτικής: «Ο κ. Ν. Μέρτζος ετόνισεν ότι η αίσθησις της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας αποτελεί κυριαρχικόν παράγοντα της ελληνικής ψυχής, η οποία θεωρεί ότι η δικαιοσύνη δεν επιβάλλεται δια των δικαστικών αποφάσεων των κρατικών οργάνων, αλλά στηρίζεται εις την κοινήν αποδοχήν των διαδίκων και του κοινωνικού συνόλου» - η «ψυχή» κολλάει σαν την τσίχλα στο πεζοδρόμιο, ώσπου να γίνει μαύρη κηλίδα κολλημένη στο σώμα της ανοικτής κοινωνίας.
Εδώ έχουμε μια παράδοσης ταύτισης με συγκεκριμένη γραμμή «θεώρησης» του παρελθόντος: «Δια τους Έλληνας από της εποχής του Αγαμέμνονος που εθυσίασε την θυγατέρα του Ιφιγένεια χάριν του κοινού σκοπού μέχρι τον πρωτομάστορα που έρριξε την αγαπημένην του σύζυγον εις τα θεμέλια του κοινού έργου δια να θεμελιώσει το στοιχειωμένο γιοφύρι της Άρτας, οι τα πρώτα φέροντες φέρουν τας μεγαλυτέρας ευθύνας και αυτοϋπερβάλλονται προθύμως εις τας μεγαλυτέρας των θυσιών».
Ο πρόεδρος της Συμβουλευτικής είναι εξαιρετικός (εάν υποθέσουμε ότι αποδίδονται επακριβώς τα λεγόμενά του): « Ο κ. Ν. Μέρτζος παρετήρησεν ότι, αφ΄ ής στιγμής το Έθνος απέκτησε το πρώτον του κράτος, η ζώσα εθνική συνέχεια υπέστη ρωγμήν, διότι, εντός των στενών κρατικών ορίων εισήχθη, υπό το θάμβος του δήθεν πολιτισμού, η ξηρά ευρωπαϊκή αντίληψις και επεβλήθησαν θεσμοί, τους οποίους το φιλελεύθερον και εύλεκτον (?) ελληνικόν πνεύμα είχεν από αιώνων ξεπεράσει. Η ακατέργαστος αυτή εισαγωγή ευρωπαϊκών και γενικώς δυτικών αξιών εις την Ελλάδα όχι μόνον υποβιβάζει τον άγραφον αλλά πολυδύναμον Ελληνικόν λαϊκών πολιτισμόν, αλλά και διαστρέφει βασικάς εννοίας του εις την αρχιτεκτονικήν, εις το δίκαιον, εις το εμπόριον, εις την αυτοδιοίκησιν και ακόμη εις την συγκρότησιν του κράτους και την διοίκησιν».
Η επιστροφή «εις τας αξίας του ελληνισμού» είναι κατά τον αντιπρόεδρο της Συμβουλευτικής πολιτικά αναγκαία, διότι αν δεν επιτευχθεί «θα εκτρέψει τον εθνικόν χαρακτήρα και θα μεταβάλη τον περιούσιο λαό των Ελλήνων εις ένα τμήμα της τεχνολογικής μηχανής».
Τρία κείμενα, από τρεις διαφορετικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας μας, από φορείς διαφορετικών πολιτικών απόψεων: ο Ευάγγελος Βενιζέλος του αποθνήσκοντος ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, οι «58» της «κεντροαριστεράς» και ο αντιπρόεδρος της Συμβουλευτικής του δικτατορικού καθεστώτος Νίκος Μέρτζος: κοινός τους παρανομαστής, υπό διαφορετικά πολιτικοκοινωνικά πρόσημα κάθε φορά, η διαβόητη «εθνική ταυτότητα» - αυτό το σιδηρόξυλο της «γλώσσας μιας διεθνούς δικτατορίας».
Όμηρος Ταχμαζίδης
Φωτό από το trifylianews.blogspot.com