Στο παρόν θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε την αυτοβιογραφία ως ιστορική πηγή και πιο συγκεκριμένα θα αναφερθούμε στα όσα γράφει ο Μάρκος για την περίοδο του πολέμου και της κατοχής. Ο χώρος είναι απαγορευτικός για μια λεπτομερέστερη αναφορά σε γεγονότα ή άλλες πηγές της ίδιας περιόδου, ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις γίνονται λίγες αναφορές. Ο Μάρκος καταγράφει όσα είδε και έζησε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ελέγχεται για την αξιοπιστία των πληροφοριών του ή ότι είναι απαλλαγμένος από υποκειμενικές κρίσεις, λανθασμένες εκτιμήσεις ή προσωπικές συμπάθειες. Ισχύουν κι εδώ όσα ισχύουν γενικά για τις αυτοβιογραφικές ιστορικές πηγές.
O πόλεμος του 1940 βρίσκει τον Μάρκο στο Βοτανικό και σε λίγο, όταν θα καλέσουν την κλάση του 1925, ντύνεται στρατιώτης και υπηρετεί μια περιπετειώδη θητεία στο Γουδί. Θα γράψει και το σχετικό τραγούδι με τίτλο Ο αγύμναστος:
Όσο κι αν το ‘λεγαν πολλοί εγώ δε φανταζόμουν
πως τώρα στα γεράματα φαντάρος θα γινόμουν.
Το τραγούδι ολόκληρο παίζει ΕΔΩ.
Την ίδια περίοδο γράφει το Αν φύγουμε στο(ν) πόλεμο:
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Αν φύγουμε στο(ν) πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι,
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι,
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σοφεράκι,
αν φύγουμε στο(ν) πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι.
Θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις τη(ν) κουζίνα,
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα,
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα,
θ’ αφήσεις το νοικοκυριό, θ’ αφήσεις τη(ν) κουζίνα.
Θα κόβεις εισιτήριο, στο τράμ, για το Παγκράτι,
οι γέροι θα σου κλείνουνε, με πονηριά το μάτι,
οι γέροι θα σου κλείνουνε, με πονηριά το μάτι,
θα κόβεις εισιτήριο, στο τράμ, για το Παγκράτι.
Κι όσοι για τα ματάκια σου, τα μαύρα τσιμπηθούνε,
και ρέστα από χιλιάρικο, ποτέ δε θα ζητούνε,
και ρέστα από χιλιάρικο, ποτέ δε θα ζητούνε,
κι όσοι για τα ματάκια σου, τα μαύρα τσιμπηθούνε.
Το τραγούδι ακούγεται ΕΔΩ
Πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού βάλλει κατά του υψώματος Ιβάν, κοντά στην Κορυτσά.
Θα γράψει ακόμη για τους φαντάρους που πολεμούσαν στο μέτωπο της Αλβανίας:
Στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος
Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης, Φράγκος & Απόστολος Χατζηχρήστος, Σμυρνιωτάκι (Ντουέτο )
Γειά σας φανταράκια μας, πέρα στην Αλβανία,
(Που) πολεμάτε με καρδιά με μπέσα και μ’ ανδρεία
Κι εσύ βρε πυροβολικό, που σαν θεριό μουγκρίζεις
Το θάνατο στους Ιταλούς, καθημερνώς σκορπίζεις
Τους έχεις κόψει τα φτερά, τους έκανες σμπαράλια
Τον Ντούτσε τον ξευτέλισες, τον έχεις κάνει χάλια
Τζιάνο γι’αυτό που έκανες, γοργά θα μετανοιώσεις
Σαν θα σε πιάσει ο εύζωνας, όλα θα τα πληρώσεις
Το τραγούδι βρίσκεται ΕΔΩ.
Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, ο Φράγκος θα επιβιώσει παίζοντας μπουζούκι και τραγουδώντας κυρίως σε μαγαζιά της Αθήνας. Το ίδιο διάστημα, όπως γράφει ο ίδιος, έμενε στο ξενοδοχείο Κασταλία, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν κάποιος ονόματι Γάτος:
[…] εκεί μαζευόντουσαν διάφορες κοινές γυναίκες μες στην οδό Ξάνθου, στο στενό, και σουρνόντουσαν μαζί με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς για να κονομήσουν καμιά κουραμάνα γερμανική που είχαν τότες, από πατάτα.[…]
«Εκονομούσα τόσα λεφτά, πάρα πολλά, αλλά δεν είχαν αξία. Εκατομμύρια και δισεκατομύρια. Ματσάκια».
Αυτή την περίοδο θα γράψει και το σχετικό τραγούδι:
Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες για να την περάσεις /
κι όταν καλά καλά σκεφτείς βρε τα μυαλά θα χάσεις./
Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες για να την περάσεις /
Στην αγορά όταν θα πας βάστα πουγκί μεγάλο /
κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς τράβα από δρόμο άλλο/
στην αγορά όταν θα πας βάστα πουγκί μεγάλο
Το τραγούδι παίζει ΕΔΩ , τραγουδά ο ίδιος ο Μάρκος.
Από αριστερά: ένας φίλος του Μάρκου, η αδελφή του Γράτσια με το παιδί της, η αδελφή του Ρόζα, η μητέρα τους Ελπίδα. Το όρθιο παιδί πίσω είναι ο Αργύρης, αδελφός του Μάρκου. Δεύτερος από δεξιά ο Μάρκος σε ηλικία περίπου 40 ετών, και τελευταία δεξιά μια φίλη του.
Η μαύρη αγορά παρουσιάζεται ως μια μάλλον γενικευμένη κατάσταση, αν κρίνουμε από τις συχνές αναφορές του Μάρκου, και σχετίζεται με αυτό καθαυτό το γεγονός της έλλειψης τροφίμων και της πείνας που «εμάστιζε όλο τον κόσμο». Με μια έννοια λοιπόν, μαύρη αγορά έκαναν σχεδόν όλοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν, να «κονομήσουν», κυριολεκτικά ένα κομμάτι ψωμί. Στο μαγαζί που έπαιζε ο Μάρκος σύχναζαν αρκετοί Γερμανοί, Ιταλοί και μαυραγορίτες, με τους οποίους διατηρούσε μάλλον φιλικές σχέσεις:
«Στου Μάριου επέρασα τον καιρό της Κατοχής. Επέρασα πολύ καλά. Εκεί αρχίσανε και μ αγαπάγανε κάτι Γερμανοί, κάτι Ιταλοί κι αυτοί μου φέρνανε πολλά τρόφιμα κι έδινα στην οικογένεια μου. Εκεί οργίαζε η μαύρη αγορά. Τότες εγώ εγνώρισα πολλούς μαυραγορίτες και πότε έβρισκα καμιά κουραμάνα ή κάνα ψωμάκι ιταλικο, κανένα αυγό, καμιά ελιά, λίγο λάδι, κανένα κομμάτι κρέας από γάιδαρο ή μουλάρι. Εν τω μεταξύ οι λαχανίδες ήταν στην ημερήσια διάταξη. Γι’ αυτό επρήζονταν ο κόσμος και επέθαιναν. Πόσοι επέθαναν που τους έχω ξεχάσει και πόσοι σκοτώθηκαν τους οποίους άλλους θυμάμαι κι άλλους τους έχω ξεχάσει!»
Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου
Τα μνημειώδη παραστρατήματα του Μάρκου με τις γυναίκες -τα ανδραγαθήματα του, όπως λέει ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος- δε θα μας απασχολήσουν εδώ γενικά. Αυτή την περίοδο, ο Βαμβακάρης συγκατοικεί με μια γυναίκα ονόματι Βούλα, η οποία ήταν «ελευθέρων ηθών»:
«Την είχα στο ξενοδοχείο που έμενα μαζί, δηλαδή στην Κασταλία του Γάτου. Ήταν κι αυτή ελευθέρων ηθών. Επάγαινε με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς έξω για να μάθει τη γλώσσα την ιταλικήν.[…]»
Η κοπέλα, διαβάζουμε παρακάτω, δεν περιορίζονταν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως, μάλλον αστειευόμενος, γράφει ο Μάρκος. Σε κάποια φάση η Βούλα συνεισφέρει σε πολύτιμα τρόφιμα:
«Εγώ που την έσωσα από το θάνατο (σ.σ. την πείνα) και απέναντί μου δεν ήταν καθόλου εντάξει. Έκανε ότι ήθελε. Είχε γνωρίσει έναν Ιταλό και αυτός την κυνηγούσε άγρια, αλλά και της έδινε πολλά πράγματα και τα έφερνε στο σπίτι, δηλαδή στο ξενοδοχείο που έμενα, κι άλλα έτρωγα εγώ κι άλλα τα έδωνα για όλη την οικογένεια μου.»
Ο Ιταλός αντίζηλος καταδιώκει το Μάρκο ένα βράδυ στην Ομόνοια, ο οποίος θα γλιτώσει τελικά από τον μπελά χάρη σε έναν άλλο Ιταλό, αξιωματικό και φίλο του:
«[…]…ένα βράδυ με εκυνηγούσε μες την Ομόνοια. Αλλά εγώ είχα γνωρίσει έναν ιταλό υπολοχαγό και ήταν φίλος μου. Τον Έλεγαν Λούη. Ήταν ένα πολύ καλό παιδί και του τα είπα ότι μου συνέβαινε, και αυτός εκανόνισε με αυτόν και δε με ξαναπείραξε καθόλου»
Οι σχέσεις ντόπιων γυναικών με Γερμανούς, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βαμβακάρη, ήταν αρκετά διαδεδομένο:
«Όχι μόνον αυτή άλλα πολλές γυναίκες στην Ελλάδα ήθελαν να έχουν αγαπητικούς Γερμανούς, διότι τότε ήταν μόδα.»
Στην ιδρυτική διακήρυξη του ΕΑΜ, γίνεται ειδική μνεία στο θέμα της «επαφής» των γυναικών με τους ξένους:
«Παίρνε μέρος ενεργητικό στους αγώνες, στις διαδηλώσεις, στις απεργίες, σε κάθε ομαδική εκδήλωση. Δείχνε απόλυτη αλληλεγγύη με όλους τους συναγωνιστές. Ξεσκέπαζε και κυνήγα τους προδότες και τους χαφιέδες. Ξεσκέπαζε όλους τους διασπαστές της απελευθερωτικής πάλης. Προφύλαττε τις γυναίκες από την επαφή με τους ξένους, από τη διαφθορά και την εκπόρνεψη. Σε κάθε στιγμή, κάνε το χρέος σου και μην αφήνεις ποτέ να περάσει μια μέρα χωρίς να ρωτήσεις τον εαυτό σου: Τι έκαμα σήμερα για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα;» Πηγή: Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ.»
Για να γλιτώσει από τους γυναικοκαβγάδες, ο Μάρκος θα μεταβεί για σαράντα μέρες στη Λιβαδειά, όπου έπαιζε για ψωμιά, λάδια και ελιές. Στη διάρκεια της κατοχής πεθαίνει από την πείνα ο αδερφός του ο Λινάρδος, ο οποίος αντιμετώπιζε από νωρίς ψυχολογικά προβλήματα (ετρελάθηκε από το χασίσι):
«Μια μέρα του σαράντα ένα επέθανε ο αδελφός μου ο Λινάρδος, ο τρελός, από την πείνα, διότι αυτός ήταν αναίσθητος, έτρωγε πολύ φαί. Δεν τον έφτανε μια οκά ψωμί την ημέρα, και έκλεισε τα μάτια του. Δεν ημπορούσε να τη βγάλει. Τέλος πάντων ησύχασε από τα βάσανα που είχε τραβήξει, από δεκαεφτά χρονών που έπαθε.»
Τάσσος, χαρακτικό
Στα 1942, πεθαίνει και η μητέρα του από «υδρωπικία» και ο Μάρκος έχει επιπλέον να συντηρήσει και τα δύο μικρότερα αδέλφια του, ενώ η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς. Αναφέρεται συχνά στην συντήρηση όλης της οικογένειας από τον ίδιο, μάλιστα γράφει, μάλλον για να υπερτονίσει τη στάση του, πώς αυτό δεν το έκανε κανένας αδελφός, διότι υπήρχε «αυτοσυντήρηση».:
«Ήταν κατοχή κι ο κόσμος πέθαινε στα πεζοδρόμια κάθε μέρα. Έπεσε η δυστυχία, η πείνα και η εξαθλίωση.»…[...]… Εγώ όμως δόξαζα το θεό, που τα έβγαζα πέρα και εσυντηρούσα όλη μου την οικογένεια, τις αδερφές και τους αδελφούς που τους ελυπόμουνα…[…]…. όσο ημπορούσα τους εκοίταζα, που κανένας αδελφός δεν το έκανε αυτό, διότι υπήρχε η αυτοσυντήρηση, δηλαδή ο καθένας κοίταζε την πάρτη του πώς θα τη βγάλει…[…]..ό,τι οικονομούσα από τροφή τους τα έφερνα».
Αλλού αναφέρεται στο γαμπρό του, ο οποίος αν και επικεφαλής επταμελούς οικογένειας, «δεν εδούλευε», ώστε να τη συντηρήσει. Η αγωνία για την επιβίωση φαίνεται ότι ήταν κυρίαρχη στους περισσότερους:
«[...]…η μικρή μου αδερφή ό,τι της επήγαινα εγώ στο σπίτι τα έκρυβε και τα έφερνε στην αδελφή μου τη Γκράτσια, η οποία είχε τέσσερα πέντε παιδιά και ο άντρας της δεν εδούλευε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έτσι είχε αποβλακωθεί ο γαμπρός μου που δεν επήγαινε να κοιτάξει, να τρέξει να κονομήσει, δηλαδή να κάνει μαύρη αγορά. Εκάθονταν και η δυστυχία ήταν μεγάλη.»…[…] και καθημερινώς ο χάρος έτρωγε τον κόσμο. Αλλά εκείνο τον καιρό, με την κατάσταση αυτή δεν εκοίταζε κανείς παρά μόνο πώς θα κονομήσει κανένα ψωμί για να την περάσει».
Παρά τις δύσκολες καταστάσεις, ίσως και σε ένα βαθμό εξαιτίας αυτών, παντρεύεται στη διάρκεια της κατοχής μια μικρότερή του γειτονοπούλα, “καλή γυναίκα, νοικοκυρά”, την οποία του προξένεψαν οι αδερφές του. Στα 1942-43, καταφέρνει να μην «πεινάσει» και εργάζεται ως μουσικός σε δύο μάλλον κακόφημα μαγαζιά «καποιανού Ισραηλίτη»:
«Το σαράντα δυο σαράντα τρία όχι μόνο δεν πείνασα αλλά έβγαλα και πολλά λεφτά. …[…] (σ.σ. τα μαγαζιά) τα είχε κάποιος Κορνάρος αλλά δεν ήτανε δικά του. Ήταν κάποιου Ισραηλίτη, και τότες εκρύβονταν από τους Γερμανούς, διότι τότε τους έπαιρναν τους Εβραίους και τους έστελναν στη Γερμανία και τους έκαιγαν μέσα σε ένα φούρνο».
Στη συνέχεια μας δίνει μια αυθεντική και ενδιαφέρουσα εικόνα του καταστήματος, στο οποίο συνέβαιναν διάφορα:
«Εκεί ήμουν σταθερός πολλά χρόνια. Μέσα ήτανε γυναίκες διάφορες, που κατεβαίνανε κει πέρα Γερμανοί, Ιταλοί και παίρνανε την κάθε μια. Για αυτήν η δουλειά ήτανε το μαγαζί. Δεν ερχόταν οικογένειες. Όλο αλανιάρηδες, όλο άρπαγες, όλο πούστηδες, διάφοροι ανθρώποι. Ερχόνταν και κόσμος καλός, αλλά οι περισσότεροι ήτανε έτσι. Κλέβανε των Γερμανώ, κλέβανε των Ιταλώ.» Στα 1943 πεθαίνει σε ηλικία μόλις εννέα μηνών το πρώτο παιδί του Μάρκου από λοίμωξη του αναπνευστικού «διπλή περιπνευμονία», παρά τις προσπάθειες του Μάρκου να το σώσει:
«Το παιδί αυτό έζησε εννιά περίπου μήνες, και κάποια μέρα μου αρρώστησε με περιπνευμονία. Το τι ετράβηξα για να το σώσω! Εχάλασα του κόσμου τα λεφτά, και τέλος πάντων δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.» Ο ίδιος αποδίδει το θάνατο του παιδιού σε έλλειψη πενικιλίνης, ακόμα και από τη μαύρη αγορά στην οποία ο Μάρκος είχε «άκρες», όπως είδαμε, λόγω των γνωριμιών του από το επαγγελματικό περιβάλλον:
«Αν του ‘κανα του παιδιού πενικιλίνη, θα το ‘σωζα. Αλλά ήταν οι αρχές τότε που ήρθε η πενικιλίνη και την είχαν μόνον τα νοσοκομεία για τον στρατό και τους πολύ βαριά άρρωστους, και δεν την είχαν δώσει στον κόσμο. Και επήλθε το μοιραίον.[…] Έκανα το παν. Τι γιατρούς, τι γιατρικά και τόσα άλλα, τίποτας. Το χάσαμε το παιδί.»
Ο Μάρκος, όπως και οι περισσότεροι ρεμπετόμαγκες της εποχής, ελάχιστα ενδιαφερόταν για τα κοινά και την πολιτική. Η αντικομφορμιστική τους στάση και συμπεριφορά, και κυρίως το γεγονός ότι «φουμάριζαν», αντιμετωπίζονταν τουλάχιστον με καχυποψία από τις οργανώσεις της αριστεράς και της Αντίστασης. Γενικότερα, οι μάγκες προσπαθούσαν να μην δίνουν αφορμές και να μην εμπλέκονται σε δημόσιες αντιπαραθέσεις, κοιτάζοντας «τη δουλειά τους». Ο μάγκας απέφευγε το κέντρο, την εξουσία, όπως ο διάολος το λιβάνι. Γράφει σχετικά ο Μάρκος, με αφορμή μια αναφορά του στις καντάδες της εποχής:
«Δε σηκωνότανε τώρα ένας μάγκας να πάει να καθίσει κάτω από το παράθυρο της κοπέλας. Οι μάγκες δεν κάνανε τέτοια πράγματα. Αυτοί περπατάγανε στη γης και προσέχανε να μην πατήσουνε πολύ ρε παιδί μου. Δηλαδή πετάγανε, πώς να σου το πω. Άνθρωποι που κοιτάγανε με παντοίους τρόπους να αποφεύγουνε και εκεί που πηγαίνανε να μην τους βλέπουνε, λόγω που φουμάρανε. Όλο ζουλατζίδικα…[…]… όλο ξέρω γω τι για να μη δίνουνε στόχο σε κανέναν, να φοβώνται και την αστυνομία, με χίλια δυο.»
Οι Γερμανοί και τα Τάγματα Ασφαλείας ερχόντουσαν κάθε βράδυ και κοίταζαν να βρουν μέσα στα μπουζουξίδικα ανθρώπους του βουνού». Περιγράφει ακόμη έναν συνεργάτη των Γερμανών, χωρίς κουκούλα, απ’ ότι φαίνεται, στη διάρκεια μιας τέτοιας «εφόδου»:
«Λοιπόν ένα βράδυ στην Άμφισσα (σ.σ. το όνομα το κέντρου στην Αθήνα) ήρθε η κομαντατούρα, δηλαδή η γερμανική αστυνομία, και μέσα σ’ αυτούς ήταν ένας Έλληνας που μίλαγε τη γλώσσα, γερμανικά. Αυτός μιλούσε με τον αξιωματικό και λεγόταν κι αυτός Μάρκος. Ήταν το δεξί χέρι των Γερμανών. Αυτός τα εκανόνιζε όλα. Αυτός εκυνήγαγε τις γυναίκες ελευθέρων ηθών, αυτός εκυνηγούσε τους αντάρτες οι οποίοι εκατέβαιναν από το βουνό, δηλαδή αυτός ήταν άνθρωπος που βοηθούσε τους γερμανούς σε ό,τι δουλειά ήθελαν. Ήταν δηλαδή φόβος και τρόμος. Έκλεισαν τις πόρτες του μαγαζιού και δεν μπορούσαν να βγουν, ούτε να μπούνε μέσα, ούτε έξω.»
Ο Μάρκος στην κομαντατούρα
Στο τέλος της βραδινής εφόδου, και αφού οι Γερμανοί συνέλαβαν κάποιον ύποπτο στο κέντρο, ο συνεργάτης των Γερμανών μαζί με τον αξιωματικό λένε στο Μάρκο να περάσει την επόμενη από την περιβόητη οδό Μέρλιν, όπου στεγάζονταν η Γερμανική Αστυνομία. Η αντίδραση του Μάρκου ήταν αγωνιώδης αλλά συγκρατημένη:
«Τι να με κάνεις εμένα; Τι με θέλεις εμένα; Τι δουλειά έχω γω εκεί; Και ξέρεις ήτανε επίφοβα τότες γιατί ήτανε και ο κουμμουνισμός. Ετρέχανε οι άνθρωποι να πούμε εναντίον των γερμανών. Και μην τα ρωτάς τι στενοχώρια που είχα. Να με θέλανε τώρα εμένα να πάω στην οδό Μέρλιν 6 όπου ήτανε σφαγείο. Από κει παίρναν τον κόσμο και πηγαίνανε τον εσφάζανε. Τον παίρναν σε διάφορα μέρη και τον σκοτώνανε. Όταν επήγαινες, δύσκολα έβγαινες από ‘κει. Ήσουν δικασμένος να πεθάνεις.
Συνεχίζεται. εδώ: Ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει και τραγουδά για την περίοδο του πολέμου και της κατοχής (II)
(1) Βλ. περισσότερα για τους μάγκες και την εποχή στην αξιόλογη εισαγωγή του βιβλίου: Μάρκος Βαμβακάρης – Αυτοβιογραφία Συγγραφέας: Αγγελική Βέλλου Κάιλ Εκδόσεις: Παπαζήσης, έτος: 1978. Οι παραπομπές γίνονται κυρίως στο σχετικό κεφάλαιο με τίτλο «Πολλά είδανε τα μάτια μου», σ.189-214.
via http://eranistis.net/wordpress/2013/04/02/%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CE%BA%CE%AC%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%85/