Όπως το γεγονός εκείνο όπου μικροί και μεγάλοι επιδόθηκαν σ’ένα μοναδικό κυνήγι στα σοκάκια της Πλάκας. Στην αρχή οι περισσότεροι κρατούσαν σφεντόνες χτυπώντας κατά δεκάδες τα τσιροπούλια και τα κοτσύφια που είχαν ξεπέσει στα μικρά και χιονισμένα δρομάκια των κεντρικών αλλά και απόμερων συνοικιών της πόλης.
Όσοι ξύπνησαν ενθουσιάστηκαν από την εικόνα της πόλης, η οποία έπειτα από απειλητικά προμηνύματα μερικών ημερών ξυπνούσε ντυμένη με άσπρα νυφικά. Η πόλη της λάσπης και της σκόνης φάνταζε να απαστράπτει μέσα σε έναν πάλλευκο χιτώνα. Σπίτια, δένδρα, δρόμοι και μνημεία είχαν σκεπαστεί με χιόνι, ενώ εμφανίστηκε το φαινόμενο να βρεθούν στους δρόμους, κυρίως των περιοχών που αγκάλιαζαν την Ακρόπολη, εκατοντάδες μπεκάτσες, κοτσύφια και τσίχλες.
Βεβαίως δεν έλειπαν κι οι σπίνοι, τα σκαθάρια, οι καρδερίνες, τα φανέτα, τα γαρδέλια, τα σπουργίτια, οι γκαργκανάδες και οι σουσουράδες. Ήταν τέτοια η ποσότητα των παγωμένων πουλιών, ώστε οι πιτσιρικάδες τα έπιαναν κατά δεκάδες έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους.
Οι μεγαλύτεροι βρήκαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε κυνήγι στους γύρω λόφους. Φαντάζει απίστευτη η ποσότητα και η ποιότητα των όπλων που επιστρατεύθηκαν, ώστε η Διοικητική Αστυνομία, η οποία είχε τότε την ευθύνη για την Αθήνα και τον Πειραιά, να εκδώσει εσπευσμένα απαγορευτική εγκύκλιο. Τσάγκρες μονόκανες, τρομπόνια, καρυοφύλλια, σισχανίδες, δίκανα εμπροσθογεμή και οπισθογενή και καραμπίνες, όπλα απομεινάρια παλαιότερων εποχών, επιστρατεύθηκαν, ενώ τα σμπάρα έδιναν και έπαιρναν στους δρόμους της πόλης. Το τουφεκίδι ξεσήκωνε ακόμη κι εκείνους που δεν είχαν σκοπό να επιδοθούν στο ανελέητο κυνήγι των δύσμοιρων πτηνών, τα οποία ούτως ή άλλιως έπεφταν καταγής ξεπαγιασμένα.
Μέχρι τότε, τέτοιους ήχους και τέτοιο θέαμα στην Αθήνα μόνον σε προεκλογικές περιόδους και πατριωτικά συλλαλητήρια συναντούσε κανείς. Το πρόβλημα οξυνόταν, όσο οι… ατρόμητοι κυνηγοί γέμιζαν τους δρόμους της Πλάκας και τους λόφους του Λυκαβηττού, του Φιλοπάππου και του Αρδητού. Ο αστυνομικός διευθυντής Κοσονάκος, πιστός και αφοσιωμένος φίλος του Χαρίλαου Τρικούπη, ανησυχώντας δικαιολογημένα πως σύντομα θα εμφανίζονταν και τα πρώτα θύματα, έβγαλε όλους τους άνδρες του στους δρόμους. Πλην όμως δεν φανταζόταν ότι ακόμη κι οι άνδρες της Αστυνομίας, εντυπωσιασμένοι από το φαινόμενο, θα έμπαιναν στον πειρασμό να ρίξουν κι εκείνοι καμιά ντουφεκιά. Εξάλλου, ήταν γνωστοί για τις δραστηριότητές τους τις ώρες της σχόλης. Με σατανική επιδεξιότητα έστηναν καπατζέδες και ξόβεργες, πιάνοντας λογής-λογής πουλιά. Όταν πληροφορήθηκε ο διευθυντής τους την κατάσταση, το πράγμα είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τόσο μπαρούτι ούτε στην έξοδο του Μεσολογγίου δεν είχε πέσει, όπως έγραψε χαρακτηριστικά με κάποια υπερβολή ο Α. Φούφας, ο οποίος μας παρέδωσε θαυμάσια περιγραφή της κατάστασης.
Εκείνος που απόλαυσε περισσότερο ίσως από τους άλλους τη χιονισμένη πόλη ήταν ο μέγας δούκας Παύλος Αλεξάνδροβιτς της Ρωσίας, ο οποίος παρεπιδημούσε στην Αθήνα φιλοξενούμενος στα Ανάκτορα. Τότε συνάντησε την 14χρονη θλιμμένη Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Ελλάδας (1870-1891), την οποία και παντρεύτηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο Ρώσος δούκας πολλές φορές αναφερόταν στο θέαμα της λευκοφορεμένης πρωτεύουσας και στη σκηνογραφία της Ακρόπολης και των γύρω βουνών που φάνταζαν σκεπασμένα με την άσπιλη λευκότητα του χιονιού.