Μπορεί μετά την επικράτηση της Ελληνιστικής Κοινής να σταμάτησε η χρήση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, δεν επήλθε όμως η ολοκληρωτική παύση τους στο επίπεδο τουλάχιστο της φωνητικής και του λεξιλογίου. Στη δημιουργία και καθιέρωση της Κοινής βασική υπήρξε η συνεισφορά της αττικής διαλέκτου, της οποίας μετεξέλιξη ήταν η Κοινή, αλλά σημαντική θεωρείται και η συμβολή της ιωνικής και δωρικής διαλέκτου. (1) Η γλωσσολογική, μάλιστα, επιστήμη έχει επισημάνει την ύπαρξη ποικίλων διαλεκτικών στοιχείων και άλλων αρχαϊκών, τα οποία εισχώρησαν, είτε αλλοιωμένα (φωνητικά ή μορφολογικά) είτε όχι, στην Κοινή και έφθασαν μέσα κυρίως από την προφορική παράδοση μέχρι τις μέρες μας στις τοπικές νεοελληνικές διαλέκτους και τα νεοελληνικά ιδιώματα. (2)
Η Κεφαλονιά κατά την αρχαιότητα ανήκε στη δυτική διαλεκτική ομάδα, το ανεπαρκές όμως επιγραφικό υλικό του νησιού δεν επιτρέπει τη σίγουρη κατάταξη της αρχαίας κεφαλονίτικης γλωσσικής εικόνας στη βορειοδυτική ή στη δωρική διάλεκτο, αν και επικρατέστερη φαίνεται πως είναι η δεύτερη κατηγορία (3), ενώ στο χρησιμοποιούμενο στις επιγραφές αλφάβητο απαντούν στοιχεία κορινθιακού και ευβοϊκού/χαλκιδικού αλφαβήτου. (4) Οι δωρισμοί, πάντως, και γενικότερα οι αρχαϊσμοί που παρατηρούνται μέχρι σήμερα στο κεφαλονίτικο ιδίωμα, (5) είναι λογικό να σχετίζονται με τη συγκεκριμένη διαλεκτική συμπεριφορά των αρχαίων κατοίκων του νησιού και επιβίωσαν μέσω της Ελληνιστικής Κοινής. Αυτά ακριβώς τα αρχαιοπινή στοιχεία, που ακόμη τα συναντάμε στο καθημερινό λεξιλόγιο των Κεφαλονιτών, θα παρουσιάσουμε με τη σημερινή μας ανακοίνωση. Και επειδή ο αριθμός τους είναι μεγάλος, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε κάποια επιλογή. Αλλά και πάλι αυτά που θα παρουσιαστούν, θα είναι αρκετά, νομίζουμε, ώστε να μας βοηθήσουν στην αναγνώριση του υπόγειου ρεύματος που συνδέει τη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα του νησιού με την αρχαιοελληνική εποχή.
Ι. Μια πρώτη «επίσκεψή» μας στο ντόπιο γλωσσάρι μας γνωρίζει πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, οι οποίες βέβαια εκπροσωπούν όλες τις περιόδους της αρχαίας γλώσσας. (6) Αρκετές, πάντως, είναι οι ομηρικές. Παραθέτουμε τα πιο εντυπωσιακά, ζωντανά ακόμη στα χείλη των Κεφαλονιτών, δείγματα ομηρικών λέξεων σχετικά αναλλοίωτων ή και κάποτε παραφθαρμένων:
? αστροπή = κεραυνός < ομ. αστεροπή = αστραπή, κεραυνός. (7)
Βλ. την παροιμία: «Τσ’ αστροπής του χαλαστή και του τσιγκούνη τση βροντής» (Λ. 860). (8)
? ατάλικος ή ταλικός = αδύνατος, φιλάσθενος, απαλός < ομ. αταλός = τρυφερός, απαλός, νεαρός, και ομ. ατάλλω = (αμετ.) σκιρτώ, πηδώ όπως τα παιδιά· (μεταβ.) ανατρέφω, θεραπεύω.
? Λάση (τοπωνύμιο – πυκνόφυτη, παλαιότερα, περιοχή) < Λάσις < ομ. λάσιος = δασύς, πυκνός. (9)
? λουφιάζω (= λουφάζω, ηρεμώ, κρύβομαι, δειλιάζω) < ομ. λωφάω = παύομαι, αναπαύομαι, λήγω.
? μαζάρι = το πλοκάμι του χταποδιού < ομ. μαζός = μαστός.
? πιχάω (= ρίχνω στάρι στο μύλο ή ρίχνω σταφίδα για να κοσκινίσει ο άλλος) < ομ. επιχέω = χύνω πάνω σε κάτι, επιχύνω.
Η πρώτη σημασία φαίνεται στην παρακάτω παροιμία: «Όποιος ξαλέθει χαίρεται, κι οπού πιχάει λυπάται» (Λ. 774).
? Πύλαρος (τοπωνύμιο – ελέγχει την είσοδο στην κοιλάδα-δίοδο από το δυτικό προς το ανατολικό Ιόνιο) < ομ. πυλαωρός (πυλωρός) = ο φύλακας των πυλών < πύλη + ώρα.
? τάτας και τατάς (ο) (= ο πατέρας στη νηπιακή γλώσσα) < ομ. τέττα (φιλοφρονητική προσφώνηση προς μεγαλύτερους σε ηλικία)
? φρύγω -ομαι = ξεραίνω -ομαι (στον ήλιο ή στη φωτιά) < ομ. φρύγω = εν πυρί ξηραίνω, «ψήνω».
Αναφέρουμε τις φράσεις: «το στόμα μου εφρύγηκε» = το στόμα μου ξεράθηκε, διψάω, «φρυμένο ψωμί», «φρυμένη σταφίδα» (ΤΣ., λ. φρύξι), καθώς και την παροιμία «Του δαμαλιού η βουνιά με το φεγγάρι φρύγεται» (Λ. 1142).
ΙΙ. Κυκλοφορούν ακόμη στο στόμα του λαού λέξεις, στις οποίες διατηρείται το δωρικό α. (10)
Α΄. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε κάποια προσηγορικά ονόματα με αυτόν το δωρισμό (11):
? ακου(γ)ά αντί ακο(υ)ή. (12)
? βελόνα αντί βελόνη.
? ζέστα αντί ζέστη.
? μπόχα· το α της λ. μπόχα (= είδος αλιευτικού διχτιού // απόχη (13) < υποχή = δίχτυ που περικλείνει μέρος της θάλασσας < υπέχω = κρατώ από κάτω) (14) παραπέμπει στο συγκεκριμένο δωρισμό.
? πνο(γ)ά και αναπνο(γ)ά αντί πνοή και αναπνοή. (15)
Β΄. Διατηρούνται και τοπωνύμια με το δωρικό τύπο:
? Αράκλι < Αράκλειον / Ηράκλειον < Αρακλέας-ής / Ηρακλής. Στην κοιλάδα του Αρακλιού κατά την αρχαιότητα λατρευόταν ο Ηρακλής. (16)
? Κρανιά < Κράνη < κράνα - κράνη / κρήνη. Από τους πρόποδες του λόφου, στην κορυφή του οποίου σώζεται η ακρόπολη της αρχαίας Κράνης, αναβλύζουν παλαιές πηγές πόσιμου νερού. (17)
? Λανού < λανός / ληνός = κάθε κοίλωμα που έχει σχήμα κάδου ή σκάφης, σκάφη για το πότισμα των ζώων, ποτίστρα, ληνός. (18) Επειδή, κατά τη γνώμη μας, τα παρόμοια στην Κεφαλονιά τοπωνύμια με κατάληξη σε –ού δηλώνουν περιεκτικότητα (19), Λανού σημαίνει την περιοχή με τους πολλούς λανούς / ληνούς = ποτίστρες, καθώς η κοιλάδα στο συγκεκριμένο σημείο είναι αρκετά βαθουλή και άρα κατάλληλη για το πότισμα και τη συνακόλουθη ανάπαυση των ζώων. (20)
? Παγά < παγά / πηγή. Στην περιοχή διατηρείται παλαιά πλούσια πηγή. (21)
? Φαγιάς < φαγός / φηγός = βελανιδιά. Φαγιάς (περιεκτικό): ο τόπος με τις πολλές «φηγούς», τις πολλές βελανιδιές. Φαγιάς είναι περιοχή στη δυτική πλαγιά του Αίνου. (22)
III. Σημειώνουμε τη χαρακτηριστική περίπτωση χρονικού επιρρήματος - δωρικού κατάλοιπου:
? αμά και κιαμά (< και /κι + αμά). Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα σημαίνει «έπειτα», «στη συνέχεια», «αμέσως μετά», όπως στις φράσεις:
- «Έφαγα, αμά εβγήκα έξω» (ΤΣ., λ. αμά)
- «Πρώτα εφτά, κιαμά οχτώ» (Λ. 756).
Η λέξη αυτή είναι το αρχαίο άμα στο δωρικό του τύπο αμά, με σημασιολογική όμως διαφορά, καθώς το αρχαίο επίρρημα σήμαινε κυρίως το «συγχρόνως» και κάποιες φορές το «αμέσως», το «μόλις». (23)
IV. Επισημαίνουμε την περίπτωση της μετατροπής της αρχαίας προφοράς του υ σε ου (= u), (24) τη διατήρηση δηλαδή της αρχαίας φωνητικής αξίας του υ σε αρκετές λέξεις του κεφαλονίτικου ιδιώματος. (25) Να μερικά παραδείγματα:
? κρούσταλλο (κυρίως με μεταφορική σημασία) αντί κρύσταλλο. (26)
? μαρτούριο (κυρίως με τη σημασία της ταλαιπωρίας) αντί μαρτύριο.(27)
? πορτοθουρίζω και πορτοθούρα (η), όπου δεύτερο συνθετικό το θούρα αντί θύρα. (28)
? σούκα (τα) αντί σύκα.
? τούραγνος αντί τύραννος.
V. Διασώζονται στο στόμα του λαού ρήματα που μας έρχονται κατευθείαν από τα αρχαία χρόνια. Και οι ρηματικοί αυτοί τύποι είτε είναι ίδιοι μορφολογικά με τους αντίστοιχους αρχαίους, είτε είναι παραφθορά εκείνων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει διαφοροποιηθεί η σημασία τους. (29) Αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
? ανασκυντάω = επιπλήττω, βρίζω < αναισχυντέω = είμαι αναίσχυντος, φέρομαι με αναίδεια.
? βρυάζω = πλεονάζω, πλημμυρίζω < βρύω, βρυάζω = πρήζομαι, φουσκώνω.
Βλ. τη φράση: «Τα σκουλίκια εβρύαξαν απάνου του» (ΤΣ., λ. βρυάζω).
? γιώνω = οξειδώνω, δηλητηριάζω, σκυθρωπιάζω (30) // ζηλοφθονώ, κιτρινίζω, γίνομαι πελδινός, (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. γιωμάρα/γιομάρα-γιώνω-γιωμένος), και ψυχραίνομαι, παγώνω από τη συμπεριφορά κάποιου, (ΤΣ.-ΒΛ., λ. γιώνω) < ιώνω < ιός. (31)
Συναντάμε την παθητική μετοχή του παραπάνω ρήματος στις φράσεις «γιωμένη μέρα» = συννεφιασμένη, μουντή μέρα, «γιωμένος καιρός» (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. γιωμάρα/γιομάρα), καθώς και το σύνθετο μαυρογιωμένος. (32)
? θαραπεύω-θαραπεύομαι, θαραπάω-θαραπάομαι = ικανοποιώ ανάγκες, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι < θαραπεύω –ομαι = θεραπεύω –ομαι = υπηρετώ, λατρεύω τους θεούς, υπηρετώ, φροντίζω κάποιον, κ.ά. σημασίες.
Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις:
-«Έκατσα να φάω μα δε μ’ αφήκανε ναν το θαραπαώ [= να το ευχαριστηθώ] μ’ όσα δυσάρεστα μούπανε» (ΤΣ.-ΒΛ., λ. θαραπεύομαι).
- «Το ’φαγα και θαραπάηκα [= ευχαριστήθηκα πολύ]» (Π., λ. θαραπάομαι).
- «Το πολύ φαΐ αγκουσεύει [=φουσκώνει] και το λίγο θαραπεύει· και το λίγο λιγουλάκι κάνει το παιδί γεράκι» (Λ. 441).
? κατελώ = καταλύω, γκρεμίζω, λιώνω < καταλύω.
Αναφέρουμε την παροιμία: «Η θέρμη (ή η πίκρα) βράχους (ή πέτρες) κατελεί και τα βουνά μερώνει» (Λ. 220, 1228).
? κενώνω = δημιουργώ κενό, αδειάζω < κενόω-ώ.
Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται για τη διαδικασία του σερβιρίσματος: σερβίρω (αδειάζω) το φαγητό από τη χύτρα στα πιάτα. Βλ. τις φράσεις: «(Η μάνα) εκένωσε το φαή», «κενωμένο φαή» (ΤΣ., λ. κενόνω). Έτσι, το ρήμα παίρνει και την αντίθετη σημασία: γεμίζω τα πιάτα. (33)
? λαγγεύω = μόλις κουνιέμαι, σπαρταρώ, σκιρτώ < λαγγάζω = υποχωρώ. (34)
Βλ. τις φράσεις: «το ψάρι λαγγεύει» = κουνιέται, είναι φρέσκο, «λαγγεύει το μάτι μου» = «παίζει» το μάτι μου, παρουσιάζουν σπασμό τα βλέφαρά μου, σημάδι ότι κάποιον θα δω (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. λάγγεμα).
? μαυλάω, μαυλίζω = θηλάζω, πιπιλίζω, ξελογιάζω, παρασέρνω < μαυλίζω.
Βλ. την παροιμία: «Α δε ριπίσης σκύβαλα, δεν τσι μαυλάς τσι κότες», (Λ. 930).
? μελιάζω –ομαι = διαμελίζω -ομαι, κόβω -ομαι σε τεμάχια < μελίζω < μέλος. (35)
Συνώνυμο του ρήματος αυτού είναι το μελ(ε)ιδιάζω –ομαι < μελ(ε)ίδι (υποκοριστικό τού:) < μέλος. Μελ(ε)ιδιάστηκε σημαίνει χτύπησε από πέσιμο, έγινε (μεταφορικά) κομμάτια, τραυματίστηκε σε πολλά σημεία του σώματός του και πάρα πολύ.
? νογάω = εννοώ, καταλαβαίνω < νοώ.
Βλ. τη φράση: «Δε νογάω γράμματα» = δεν ξέρω γράμματα, είμαι αγράμματος (Π., λ. νογάω).
? πορεύομαι· εδώ με τη σημασία του ζω, προσπορίζομαι, εξοικονομώ, συντηρούμαι < πορεύομαι (με παρόμοια σημασία· βλ. Σοφ. Οιδ. Τ., 884: «ει τις [...] υπέροπτα πορεύεται»).
Η σημασία αυτή είναι προφανέστατη σε φράσεις της καθημερινότητας: «Αυτός είναι πορεμένος» (= οικονομημένος), «Πορέψου γι’ απόψε» (= συντηρήσου γι’ απόψε, εξυπηρετήσου γι’ απόψε), αλλά και στις παροιμίες: «Η φτώχεια θέλει πόρεψη κι η πουτανιά φτιασίδι», «Έμπα μέσα και πορέψου, κι έβγα έξω και πομπέψου» (Π., λ. πορεύομαι).
? ποτάζω = έχω, κατέχω, κέκτημαι < υποτάσσω. (36)
Βλ. τις φράσεις: «Δεν ποτάζω λεφτό» = δεν έχω χρήματα, «Δεν ποτάζω σκουτί» = δεν έχω σακάκι (ΤΣ., λ. ποτάζω).
? πυτίζω = ραντίζω με νερό τα φορέματα ή το πάτωμα (37) < πυτίζω = φτύνω νερό από το στόμα μου.
? ρεσεύω = κάνω κάποιον να αποκτήσει ελαττώματα, ιδιοτροπίες, αποκτώ ιδιοτροπίες - μτχ. ρεσεμένος = ιδιότροπος) < αιρεσεύω < αίρεσις. (38)
Βλ. τις φράσεις: «Ρεσεύω το παιδί», «Το παδί είναι ρεσεμένο».
? ριπίζω = χύνω, αδειάζω, σκορπίζω < ριπίζω = χύνω, αδειάζω, ανεμίζω, κραδαίνω < ριπή = ορμή, ορμητική κίνηση. (39)
Βλ. τη φράση: «Ριπίζω το νερό», και την παροιμία: «Αν δεν ριπίσεις τα σκύβαλα, δεν τσι μαυλάς τσι κότες» (Λ. 930).
? μτχ. σαρμοφαωμένος = αυτός που είναι φαγωμένος από την άλμη, την αρμύρα, ο σαπισμένος. (Αναφέρεται συνήθως στους παραθαλάσσιους τοίχους). Σε αυτή τη μετοχή διασώζεται η αρχαία λέξη άλμη με τη μορφή σάρμη (το σ αντικαθιστά τη δασεία του α). (40)
? τυλώνω = γεμίζω, φουσκώνω < τυλόω-ώ < τύλος = εξόγκωμα του δέρματος, κάλος.
Χαρακτηριστική είναι η φράση: «Την τύλωσε (την κοιλιά του)» = τη φούσκωσε, τη γέμισε την κοιλιά του, δηλαδή έφαγε πάρα πολύ.
VI. Θα αναφέρουμε, στη συνέχεια, ρήματα κίνησης - ρήματα που δηλώνουν κίνηση με την ευρύτερη έννοια του όρου, (όχι δηλαδή μόνο τα γνωστά πηγαίνω, έρχομαι και τα παρόμοια, αλλά και ρήματα όπως παίζω, αναπτύσσομαι - των οποίων η σημασία απομακρύνεται από την τρέχουσα αρχαιοελληνική και κατεπέκταση νεοελληνική άποψη, ακριβώς για να αναδειχθεί ο σημασιολογικός πλούτος του κεφαλονίτικου ιδιώματος. Υπάρχουν ρήματα, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποιες μορφές κίνησης με τόση σαφήνεια και τέτοια πληρότητα, που δε συναντάμε στη δημοτική γλώσσα, ή εκφράζουν τόσο λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις, που δεν τις βρίσκουμε στο συνηθισμένο καθημερινό λόγο. Αναφέρουμε τέσσερις τέτοιες συγκεκριμένες περιπτώσεις ρημάτων κίνησης:
? έρκομαι < έρχομαι.
Είναι από τα σπουδαιότερα ρήματα κίνησης της γλώσσας μας. Το συναντάμε στα ομηρικά κείμενα και διατηρείται μέχρι σήμερα. Σημειώνουμε χαρακτηριστικές φράσεις:
- «Ήρτε στα τέμπα του» = βρήκε τους κανονικούς του ρυθμούς, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 413).
- «Δεν έρκεται να γελάς [= δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, είναι απρεπές], ενώ ο άλλος σου μιλεί σοβαρά», (Β./Γλ. Κ. – χφ Δ, λ. έρκομαι). (41)
- «Ήρτανε στα εικοσιτέσσερα» = έφτασαν στα άκρα, ήρθαν σε πλήρη αντίθεση (αφού εξάντλησαν όλα τα περιθώρια συνεννόησης ή αλληλοϋποχωρήσεων – εξάντλησαν κατά τις συνομιλίες τους και τα 24 γράμματα του αλφαβήτου), (Γ.Γ.-ΤΖ, σ. 413).
- «Έρκομαι ίσια-ίσια» = ισοφαρίζω τη ζημιά, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 410).
- «Το φιωρίνι έρκεται να πέση [= μοιάζει περίπου, ισοδυναμεί] σαν τρεις δραμμές», (Β./Γλ. Κ. – χφ Δ, λ. έρκομαι).
Αυτές οι φράσεις είναι αναλογικοί σχηματισμοί προς εκφράσεις, στις οποίες η σημασία του ρήματος έρχομαι σχεδόν εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση ότι το ρήμα δεν παίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο στη σημασιολογική λειτουργία της φράσης.
- Σημειώνουμε, επίσης, τη φράση: «Έλα γεια σου!»· η προστακτική έλα στην αρχή της πρότασης δηλώνει προτροπή: εμπρός , άντε λοιπόν ή κάνε αυτό που σου λέω.
? κάνω < κάμνω.
Το ρήμα αυτό με τη σημασία του «κατασκευάζω», «πραγματοποιώ», «ενεργώ», «δημιουργώ» («Η αδειά κάνει τον κλέφτη», Λ. 1300) «μετακινούμαι» ή «πηγαίνω» («Κάμε παραυτού, γιατί μ’ έκαψες», Λ. 1237) ανήκει στην κατηγορία των ρημάτων κίνησης. Αποκτά, όμως, και τη σημασία του «λέγω», του «απαντώ» στη φράση: «Μου είπε να πάμε να φάμε και του κάνω δεν μπορώ», (ΤΣ., λ. κάνω). Ωστόσο, ενδιαφέρουσες είναι οι μεταφορικές σημασίες του ρήματος στις φράσεις:
- «Κάμε τη ρόκα σου» = ασχολήσου, περιορίσου στην εργασία σου, στα δικά σου ενδιαφέροντα.
- «Του κάνει αδειές» = τον υποβοηθάει με την απουσία του.
- «Τα κάνανε καλά» = συμφώνησαν, συμφιλιώθηκαν, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 433).
- «Το στήθος μου κάνει γατσούλια» = βράζει το στήθος μου, είμαι κρυωμένος, (Π., λ. γατσούλι = μικρό γατάκι).
? κοπιάζω < κοπιώ.
Το ρήμα αυτό με τις σημασίες «καταβάλλω κόπο», «έρχομαι», «φτάνω» μπορεί να ενταχθεί στη σημασιολογική κατηγορία των ρημάτων κίνησης. Σημειώνουμε τις χαρακτηριστικές φράσεις:
- «Γόνατα δεν κοπιάσουνε, κοιλιά δε θεραπεύει» (Λ. 722), δηλαδή αν δεν κουραστούν τα πόδια, δε χορταίνει η κοιλιά.
- «(Για) κόπιασε στο τραπέζι μας» = έλα στο τραπέζι μας.
- «Κόπιασε μέσα» = έλα μέσα, (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. κοπιάζω).
Ο τύπος κόπιασε στις παραπάνω δύο φράσεις δε συνιστά μια απλή προστακτική· εμπεριέχει το σεβασμό, δηλώνει την αγάπη και τη φροντίδα του ομιλητή προς το πρόσωπο που απευθύνεται. Νομίζουμε ότι μια τέτοια σημασία είναι άγνωστη σε άλλες διαλεκτικές περιοχές της χώρας.
? σκαρίζω < σκαίρω. (42)
Το ρήμα αυτό στην αρχαία ελληνική σήμαινε «πηδώ», «σκιρτώ», «χορεύω». Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα διατηρεί τρεις σημασίες: «εμφανίζομαι», «βγάζω το κοπάδι στη βοσκή» – αντίθετο του σταλίζω = φέρνω το κοπάδι στη στάνη - και «ωριμάζω, μεστώνω» (για καρπούς):
- «Εσκάρισε από τη γωνιά» = μόλις φάνηκε να έρχεται από τη γωνία, ( Π., λ. σκαρίζω).
- «Ο τσοπάνης εσκάρισε τα πρόβατα».
- «Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα εσκάρισε», (Λ. 86).
? σώνω < ισώνω (με σίγηση του άτονου αρκτικού φωνήεντος) < ίσος.
Το ρήμα είναι λιγότερο γνωστό ως ρήμα κίνησης. Περισσότερο χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία. Σημειώνουμε χαρακτηριστικές φράσεις:
- «Όντες εσώσαμε στο χωριό» = όταν φτάσαμε στο χωριό, (Β./Γλ. Κ. – χφ Β, λ. σώνω).
- «Του χωριάτη το σκοινί μονό δε σώνει [= δε φτάνει, δεν αρκεί]· διπλό σώνει κι αβατζέρνει [= περισσεύει]», (Λ. 1298).
- «Τον έκαμε να τρέχη και να μη σώνη [= να μη φθάνη εις τόπον τινά διά να σωθή]», (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. σώνω).
- «Σώνεις στο Δήμαρχο;» = ημπορείς να μεσιτεύσης εις τον Δήμαρχον περί τινος υποθέσεως και να φέρης αποτέλεσμα ευχάριστον; (Β./Γλ. Κ. – χφ Β, λ. σώνω).
- «Του το ’σωσε» = του το είπε, του το πρόφτασε, το διέδωσε, του το «κάρφωσε».
- «Στου χάρου τσι λαβωματιές βότανα δε χωρούνε· ούτε γιατροί που σώνουνε [= προφτάνουν], ούτ’ άγιοι που βοχτούνε» (Λ. 1280).
- «Εσώθηκε ο παπα-Γιάννης» = πέθανε ο παπα-Γιάννης, (ΤΣ., λ. σώνομαι).
- «Μου σώθηκε (το λάδι)» = μου τελείωσε (το λάδι), (Γ.Γ.-ΤΖ, σ. 422).
- «Τα βάσανα τ’ ανθρώπου ποτέ δε σώνουνται [= δεν τελειώνουν]», (Λ. 1232).
Όπως φαίνεται το ρήμα σώνω με τον καιρό πήρε αρκετές από τις σημασίες του ρήματος φτάνω και, επιπλέον, προσεταιρίστηκε τη σημασία του πεθαίνω (για κληρικούς κυρίως) και γενικότερα του τελειώνω.
VII. Ιδιαίτερη και αρκετά ενδιαφέρουσα κατηγορία συνιστούν τα ουσιαστικά, απλά και σύνθετα (43). Θα αναφέρουμε ενδεικτικές περιπτώσεις:
? αίρεση (η) (= κακότροπη συνήθεια, ιδιοτροπία) (44) και κυρίως στον πληθυντικό αίρεσες (οι) < αίρεσις.
- «Κάθε δόντι κι αίρεση», (Λ. 426). (45)
? ακνιά (η) (= τεμπελιά, οκνηρία) < οκνία (= οκνηρία).
- «Η ακνιά παιδί δεν κάνει, κι αν το κάμη, δεν προκόβει», (Λ. 814)
? αλιάς (ο) (= ψαράς) < αλιεύς.
? ανεμορριπή και κυρίως ανεμορπή (η) < άνεμος + ριπή.
- «Τσ’ ανεμορπής» = της κακιάς ώρας, (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. ανεμορπή).
- «Σύρε στην ανεμορριπή» = εξαφανίσου, (ΤΣ., λ. ανεμορπή).
- «Πού στην ανεμορριπή ήσουνα;» = πού βρισκόσουν, σε ποιο άγνωστο μέρος ήσουν και δεν μπόρεσα να σε βρω; (ΤΣ., λ. ανεμορπή), ή «Πού στην ανεμορπή επήε;», (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. ανεμορριπή). (46)
? βούσ(υ)κο (το) (= το μεγάλο σύκο) < βους (εκτός από την κυριολεκτική σημασία της η λέξη μεταφορικά σημαίνει καθετί το μεγάλο, το τερατώδες) (47) + σύκο. Στον Ησύχιο, ό.π., διαβάζουμε: βούσυκα = τα μεγάλα σύκα.
? βρόχι (το) (= η θηλιά, η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών) < βρόχος.
- «Χωρίς του Θεού βουλή, ούτε στο βρόχι το πουλί», (Λ. 1020).
? γάνα (η) (= η μαυρίλα που προκαλεί η φωτιά στα μαγειρικά σκεύη) < γάνος (το) (= η λαμπρότητα, η στιλπνότητα) > γανόω = στιλβώνω, λαμπρύνω. Επισημαίνουμε εδώ την αλλαγή της σημασίας της λέξης: πρόκειται για την αντίθετη σημασία.
? γυναικολάσι (το) (= το πλήθος των γυναικών) < γυνή + λάσιος (= πυκνός).(48) Η παραγωγική κατάληξη –λασι δηλώνει αφθονία. (49)
? δομός (ο) (επικλινής έκταση χωραφιού που στο κάτω μέρος τα χώματα συγκρατούνται με φυσικό ή τεχνητό ύψωμα/ξερολιθιά) < δόμος (= σπίτι, δωμάτιο, μάντρα, τοίχος από πέτρες) < δέμω (= κτίζω, οικοδομώ).
? δράγκα (η) (= η δράκα/δραξιά, η ποσότητα που περιέχεται σε μια χούφτα, μεταφορικά: η μικρή ποσότητα) < δράγμα (το) = δραξ (η) (= η ποσότητα που περιέχεται σε μια χούφτα) < δράσσομαι.
- «Το κανάτι δεν έχει δράγκα [= ούτε σταγόνα] νερό», (ΤΣ., λ. δράγκα). (50)
? είδουλο (το) (= η μικροκαμωμένη, συνήθως, γυναίκα) < είδωλον ή ειδώλιον (= το μικρό άγαλμα).
? κακαδιά και κακαβιά (η) (= ασχήμια, κακομορφία) < κακόν + είδος.
- «Τα πλούτια πάνε κι έρχονται κι η κακαδιά απομένει», (ΤΣ., λ. κακαδιά). (51)
? κόθρος (ο) (= πλαίσιο κάθετο στην περίμετρο κυκλικής επιφάνειας, το στεφάνι του κόσκινου, του ταψιού, του φεγγαριού, η φλούδα του στρογγυλού τυριού, γενικότερα ο κύκλος) < κόθουρος (= για τους κηφήνες που είναι χωρίς κεντρί, χωρίς ουρά, ο κολοβός, αυτός που δεν έχει κέντρο) < κοθώ –ούς (η) (= βλάβη) + ουρά. (52)
- «Έχεις γρόθο; Τρως κόθρο», (Λ. 705).
? κούρος (ο) (= το κούρεμα των προβάτων) < κουρά. (53)
? λαγγόνι (το) (= το πλευρό) < λαγών (η).
? ορ(γ)ιό (το) (= το ρίγος) < ρίγος (το), με προσθήκη ενός ο στην αρχή και εσωτερική μετάθεση του ι. Χρησιμοποιείται και ο τύπος ριο (το) < ρίγος με αποβολή του γ. (54)
? ορμήνεια (η) (= η συμβουλή, η νουθεσία) < ερμηνεία.
? παραστή (η) (= παραστάδα) < παραστάς –άδος (η).
- «Να ’ξερ’ η πόρτα να ’λεε κι η παραστή να μίλιε [= να μιλούσε]», (Λ. 1381).
? πέρονας (ο) (= χοντρό και μακρύ καρφί) < περόνη (η).
? ποδόχι (το) (= πέτρινη γούρνα για τη συλλογή του μούστου κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνό) < υποδοχή (η).
? ποκάρι (το) (= δέσμη μαλλιών που προέρχεται από το κούρεμα προβάτου) < πόκος (ο) (= ακατέργαστο μαλλί προβάτου).
? πορί (το) και ποριά (η) (= το πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος, και συγκεκριμένα η είσοδος στην αυλή του σπιτιού, η οποία κατασκευαζόταν με πέτρες) < πόρος (ο). (55)
? ράπη (η) (= το στέλεχος του σταχιού που απομένει μετά το θερισμό) < ράπα (η) (= καλάμι), (56) και ραπίς (η) (= ραβδί).
? ρέπεδο (το) (= τα καταγής πεσμένα συντρίμματα ενός ερειπίου) < ερείπιον + πέδον. (57)
- «Δεν άφησε ρέπεδο» (= δεν άφησε ούτε τα συντρίμματα).
- «Δεν του έμεινε ρέπεδο» (= τα έχασε όλα), (ΤΣ., λ. ρέπεδο).
? σάψαλο (το) (= ο πολύ γέρος, ο σχεδόν άχρηστος) < σήψις (η).
? σκαρδάκι (το) (= το αθώο παιδικό αλλά και ερωτικό σκίρτημα) < (σ)κόρδαξ –κος (ο) (= άσεμνος χορός της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας // χορός με έντονες τις κινήσεις των χορευτών).
? σκλήθρα (η) (= ακίδα, μικρό πελεκούδι ξύλου) < κλήθρα (η) (= είδος δένδρου).
- «Κόκκινη τρίχα, διαόλου σκλήθρα», (Λ. 1181).
? σταλός (ο) (= η στάνη των προβάτων, αλλά και κάθε σκιερό μέρος, όπου αναπαύονται τα πρόβατα) < στάλη (η) (= στάνη). (58)
- «Πήαινε τα πρόβατα στο σταλό».
? στάμα (το) (= πέτρα μες στη θάλασσα, όπου στέκονται οι ψαράδες, (ΤΣ., λ. στάμα), αλλά και ορισμένη ποσότητα ελαιόκαρπου για επεξεργασία στο λιτρουβιό)· αλλά και στάματα και στάμενα (= τα υπάρχοντα , η περιουσία) < ίστημι, θ. στα-
-«Των ακριβών [= των οικονόμων] τα στάματα, σε χαροκόπου [= σε σπάταλου] χέρια», (Λ. 861).
? στέλλα (τα), στέλλες (οι) (= τα ξύλινα διχαλωτά υποστηρίγματα στα αμπέλια, (59) αλλά και τα ξύλα, με τα οποία στήριζαν τα σπασμένα κόκκαλα) < στέλιον (το), υποκοριστικό του αμάρτυρου στέλος (το) (= ο στελεός, η λαβή). (60)
? στουβιά (η) (= μικρός ακανθώδης θάμνος // μεταφορικά: μαλλιά ακτένιστα και μπλεγμένα) < στοιβή (η).
? σφαή (η) (= ο τράχηλος) < σφαγή (η) (: είχε και τη σημασία του τραχήλου, του μέρους δηλ. όπου έμπαινε το μαχαίρι για το σφάξιμο του θύματος).
VIII. Από τα επίθετα σημειώνουμε τις τέσσερις παρακάτω χαρακτηριστικές περιπτώσεις:
? ακνός (= αδρανής, οκνηρός) < οκνός (= οκνηρός) < οκνώ (= αποφεύγω ή διστάζω λόγω φόβου, δειλίας ή οκνηρίας).
? κάλοψος και το αντίθετο κάκοψος (= αυτός που βράζεται εύκολα ή δύσκολα - κυρίως για όσπρια) < καλός ή κακός + έψω (= βράζω).
? ξελέστατος (= ο ατημέλητος στην ενδυμασία) < εξωλέστατος (με παραφθορά της λέξης)· εξώλης (= αυτός που έχει πάθει ολοκληρωτική καταστροφή, και μεταφορικά ο ολέθριος) < εκ + όλλυμι. (61)
? χλιος (= χλιαρός, για υγρά) < χλιαρός < χλιαίνω < χλίω.
- «Σ’ τσου είκοσι τραντάφυλλο, και σ’ τσου τριάντα ρόδο, και σ’ τσου σαράντα χλιο νερό, και σ’ τσου πενήντα μπόρα», (Λ. 371). (62)
IX. Πολύ ενδιαφέρον προκαλεί η πλούσια ποικιλία των επιρρημάτων. Αναφέρουμε κάποια παραδείγματα:
? κάνε (= τουλάχιστο, έστω) < καν < και αν (= και αν ακόμη).
- «Αν δεν έρθετε μαζή, έλα κάνε μονάχος σου», (ΤΣ., λ. κάνε).
- «Δε μου το ’λεγες κάνε από πριν, να το ’χω υπ’ όψιν μου», (Π., λ. κάνε).
- «Κάνε πρόβατα!» = (φράση για δήλωση ειρωνικού θαυμασμού) λίγα, όχι αξιόλογα πρόβατα, (ΤΣ., λ. κάνε).
? καταποδού (= ακολουθώντας τα ίχνη, από πίσω) < κατά πόδας.
- «Τον επήρανε καταποδού οι χωροφυλάκοι και δεν τον επροφτάνανε». (63)
? μονιτάρως / μονιτάρου ή μονοτάρως / μονοτάρου (= ολότελα, εντελώς, διαμιάς) < μόνος + τορώς, επίρρημα του επιθέτου τορός –ά –όν (= διαπεραστικός, καθαρός, σαφής, πρόθυμος) < τείρω (= τρίβω, τρυπώ ? ταλαιπωρώ, βασανίζω).
- «Έχω κουρλαθεί [= τρελαθεί] μονιτάρως».
- «Για δες, σώθηκε [= τελείωσε] μονοτάρως το κρασί».
? περικοπά (= από συντομότερο δρόμο) < περικόπτω.
- «Πάμε για το χωριό περικοπά».
? πικοιλιάς ή τση πικοιλιάς (= μπρούμυτα, πρηνηδόν) < επί + κοιλία.
- «Τον εσμπαράρανε [= τον τουφέκισαν] κι εκείνος έπεσε τση πικοιλιάς». (64)
Ακολουθούν περιπτώσεις ουσιαστικών που λειτουργούν και ως επιρρήματα:
? γόνα (το) (= γόνατο) < μεσν. γόνατον (το) < γόνυ (το).
- «Η δουλειά πάει γόνα» = η δουλειά πηγαίνει πολύ καλά, προκόβει. (65)
- « Χορός που επήε γόνα» = χόρεψαν πάρα πολύ. (66)
? κλινάρι (το) (= κρεβάτι) < κλινάριον (το) < κλίνη (η).
- «Αυτός είναι κλινάρι» = αυτός είναι στο κρεβάτι, είναι κλινήρης, κατάκοιτος λόγω αρρώστιας.
- «Βάνω / ρίχνω κλινάρι» = γίνομαι πρόξενος αρρώστιας.
- «Κάνω / πέφτω κλινάρι» = είμαι άρρωστος. (67)
Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι στην παραγωγή των επιρρημάτων συναντάμε την παραγωγική κατάληξη της αρχαίας ελληνικής –θεν με τη μορφή –θε, για να δηλωθεί η κίνηση από έναν τόπο:
? πάνουθε (= από πάνω), κάτουθε (= από κάτω), μέσαθε (= από μέσα), εδεπάθενε (= από εδώ), (ε)κείθενε (= από εκεί), πουθενάθενε (= από πουθενά).
Τέλος, χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω επιρρηματικές φράσεις:
? για πινομή (= για χάρη κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, για να ευχαριστήσω κάποιον) < πινομή (η) < επώνυμον.
- «Ήρτα για πινομή σου» = ήρθα για χάρη σου. (68)
? όντες κι όντες (= πραγματικά) < όντως και όντως. (69)
- «Εκείνος είναι όντες κι όντες για καλόγηρος», είναι δηλαδή κατάλληλος να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα, (Β./Γλ. Κ. – χφ Β).
? καλιά μου, σου του, μας, σας, τους - η φράση συνεκφέρεται με ρήματα που δηλώνουν κίνηση (70) - (= πηγαίνω σπίτι μου, φεύγω, αποχωρώ)· καλιά < καλιά (η) / καλιάς –δος (η) / καλιός (ο) (= καλύβα, ξύλινη κατοικία, δεσμωτήριο, φωλιά, κοτέτσι) < κάλον (το) (= ξύλο). (71)
- «Πήαινε καλιά σου» = φύγε.
- «Πάμε καλιά μας» = πάμε σπίτι μας, αποχωρούμε.
- «Αυτός πήε καλιά του» (= αυτός έφυγε, αποχώρησε, ή μεταφορικά: καταστράφηκε, ή πέθανε). (72)
Οι λεξιλογικοί αρχαϊσμοί, που παραπάνω αναφέραμε, πιστοποίησαν, νομίζουμε, ότι, παρά τους αιώνες που πέρασαν και τους εχθρούς που κατέκτησαν την Κεφαλονιά, η γλώσσα του λαού κράτησε σοβαρά και ποικίλα στοιχεία της αρχαίας εποχής. Με άλλα λόγια, η λαϊκή γλώσσα αποδεικνύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση την εσωτερική συνοχή του παλαιού και του νέου πληθυσμού αυτής της γεωγραφικής ενότητας. Το θέμα, πάντως, αυτό απαιτεί βαθύτερη μελέτη και έρευνα και σε άλλες παραμέτρους του.
Και κλείνουμε με τις εξής δύο διαπιστώσεις: α) πράγματι παρατηρείται μια ποικιλία στα αρχαιοπινή λεξιλογικά στοιχεία του κεφαλονίτικου ιδιώματος, τα οποία βέβαια έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά και φωνολογικά στις απαιτήσεις του τοπικού ιδιώματος, και β) οι περισσότερες, ωστόσο, από τις παραπάνω λέξεις έχουν σήμερα περιορισμένη έως μηδενική χρήση από τις νεότερες γενιές, καθώς διανύουμε, κατά τον Νικ. Ανδριώτη, την «περίοδο ισοπέδωσης» των διαλέκτων και ιδιωμάτων μέσα από την απορρόφησή τους από τη Νεοελληνική Κοινή. (73) Φαίνεται πως εκείνος ο δρόμος, που τα αρχαία χρόνια σκέπασε το διαλεκτικό πλούτο της αρχαιοελληνικής γλώσσας, για να αναδείξει την Ελληνιστική Κοινή και κατεπέκταση τη Βυζαντινή Κοινή, «ξαναπερπατιέται» στα δικά μας τα χρόνια, μέσα προφανώς σε άλλες τώρα συνθήκες, για να αποδυναμώσει τις νεοελληνικές διαλέκτους και τα νεοελληνικά ιδιώματα, που προέκυψαν μέσα από τη διαφοροποίηση της Βυζαντινής Κοινής, και συγχρόνως να στηρίξει τη Νεοελληνική Κοινή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Ινστιτούτο Νεοελληνικών ΣπουδΜ. Ζ. Κοπιδάκης, «Ελληνιστική Κοινή», Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, «Γένεση και πηγές της Κοινής», και ο ίδιος, «Κοινή και διάλεκτοι», στον τόμο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιστημονική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης, έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1999, σσ. 84-93, 94-95 και 96-97 αντίστοιχα.
2. Βλ. Αγαπητός Τσοπανάκης, Συμβολές στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1983, τόμ. 1, σσ. 242, 346, τόμ. 2, σσ. 337, 365 κ.α.• Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος, «Τι μένει από τις αρχαίες διαλέκτους στα νεοελληνικά ιδιώματα», ΜΕΓ, τόμ. 8 (1987), σσ. 109-121• Ι. Κ. Προμπονάς, «Αρχαία διαλεκτικά στοιχεία σε νεοελληνικά ιδιώματα. Ι. Αποκοπή των προθέσεων ανά, κατά, παρά», Λακωνικαί Σπουδαί, τόμ. 10 (1990), σσ. 71-76• ο ίδιος, «Αρχαίες διαλεκτικές λέξεις στα σημερινά ιδιώματα της Μακεδονίας», Παρνασσός, τόμ. 35 (1993), σσ. 490-497• και φυσικά βλ. N. Andriotis, Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Wien 1974.
3. Βλ. Carl Darling Buck, The Greek Dialects. Grammar, Selected Inscription, Glossary, Τhe University of Chicago Press, Chicago 1955, σσ. 12, 177-178. Πρβλ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας (με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία), Αθήνα 1985, σσ. 95-98, όπου οι τρεις απόψεις για την ταξινόμηση των αρχαιοελληνικών διαλέκτων. Βλ. επίσης Μαριάννα Μαργαρίτη-Ρόγκα, «Δωρική διάλεκτος», στο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, ό.π., σ. 32.
4. Βλ. Α. Σ. Αρβανιτόπουλος, Επιγραφική, τχ. 1ον, εν Αθήναις 1937, σσ. 50, 97• Margherita Guarducci, Η ελληνική επιγραφική από τις απαρχές ώς την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2008, σ. 80.
5. Δεν έχει μελετηθεί με επάρκεια και σε βάθος το κεφαλονίτικο ιδίωμα, όπως και τα υπόλοιπα επτανησιακά ιδιώματα. Σημειώνουμε εδώ τις μέχρι σήμερα σχετικές με το κεφαλονίτικο και ιθακησιακό ιδίωμα μελέτες αλλά και εκείνες που κάνουν λόγο γενικά για τα επτανησιακά ιδιώματα: Γιώργος Αλισαντράτος [= Γ. Γ. Αλισανδράτος], «Το Κεφαλωνίτικο ιδίωμα», Νέα Εστία, 17 (1935), σσ. 343-344• Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, «Πρόταση για ένα Λεξικό των ιδιωματισμών της Επτανησιακής Λογοτεχνίας και της αντίστοιχης Δημώδους Γραμματείας», Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συμποσίου, (Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτεμβρίου 1997), τόμ. 4, έκδοση Κέντρου Μελετών Ιονίου και Εταιρείας Ζακυνθιακών Σπουδών, Αθήνα 2004, σσ. 193-200• Διον. Α. Ζακυθηνός, «Κεφαλληνίας ιστορικά και τοπωνυμικά», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΣΤ΄, (1929), σσ. 183-202• Χρυσούλα Καραντζή-Ανδρειωμένου, «Χαρακτηριστικά των επτανησιακών ιδιωμάτων (με βάση αρχειακό υλικό του Ι. Λ. Ν. Ε.)», Πρακτικά Συνεδρίου «Πηγές Επτανησιακής Φιλολογίας (1500-1940)», (Κεφαλονιά, 28-30 Οκτωβρίου 2006), έκδοση της Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2008, σσ. 105-126• Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος, «Κεφαλληνιακά εθνικά ονόματα», Ονόματα, τόμ. 8 (1983), σσ. 39-43• ο ίδιος, «Επτανησιακά γλωσσογεωγραφικά. Ανάγκη περιγραφής και συγκριτικής εξετάσεως των επτανησιακών ιδιωμάτων», Λεξικογραφικόν Δελτίον, 15 (1985), σσ. 61-67• ο ίδιος, Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σσ. 67-72 (:«Τα επτανησιακά ιδιώματα»)• ο ίδιος, «Πελοποννησιακό και Επτανησιακό ιδίωμα», στον τόμο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιστημονική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης, έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1999, σσ. 198-199• Νικόλαος Λιβαδάς, «Καθορισμός της ορθής γραφής και της σημασίας των εν Κεφαλληνία επωνύμων», Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον, 1938, σσ. 243-251• Παναγής Λορεντζάτος, «Η ανάμειξις και φωνητικά τινά φαινόμενα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», Αθηνά, τόμ. 16 (1904), σσ. 189-223• ο ίδιος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», Αθηνά, τόμ. 25 (1913), σσ. 209-254• Σίμος Μενάρδος, «Περί των τοπικών επιθέτων της Νεωτέρας Ελληνικής – Τοπικά Τήνου και Κεφαλληνίας», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος Δ΄, (1927), σσ. 332-341• Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), Τοπωνυμικόν της νήσου Ιθάκης και επώνυμα Ιθακησίων, Εκδοτικό Τυπογραφείο, Αθήναι 1959• Χ. Γ. Πατρινέλης, «Κεφαλονίτικα επώνυμα – Ετυμολογικά και ιστορικά σχόλια», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 8 (1999), Αφιέρωμα στον Γεώργιο Γ. Αλισανδράτο, σσ. 172-175• Μαρία Ραυτοπούλου, «Το ιδίωμα της Ιθάκης: περιγραφή και σχόλια», Κυμοθόη, τχ. 10-11, σσ. 147-176• Μανόλης Α. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική, τόμ. Α΄: Ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1938, σσ. 238-240 (:«Εφτανησιώτικα [ιδιώματα])• Ηλίας Τσιτσέλης, Συλλογή ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας μετά ιστορικών, τοπογραφικών και αρχαιολογικών σημειώσεων», εν Αθήναις 1877• Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, «Περί των εν Κεφαλληνία πατρωνυμικών εις –άτος», στο Γλωσσολογικαί έρευναι, τόμ. Α΄, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, εν Αθήναις 1980, σσ. 303-310.
6. Οι παρουσιαζόμενες, στη συνέχεια, λέξεις προέρχονται από αυτοτελή κεφαλονίτικα και κάποτε ιθακησιακά (αφού είναι σχεδόν κοινό το λεξιλογικό υλικό) γλωσσάρια, τα οποία παραθέτουμε κατά σειρά χρονολογική της έκδοσής τους: Ηλίας Α. Τσιτσέλης, «Γλωσσάριον Κεφαλληνίας», στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του «Παρνασσού», τόμ. Β΄ (1874-1876), (φωτογραφική ανατύπωση από το Βιβλιοπωλείο Διον. Ν. Καραβία, Αθήνα 1996)• Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), Η γλώσσα της Ιθάκης. (Συλλογή γλωσσικού υλικού), Αθήνα 1950• Νίκος Δομένικος, Κεφαλονίτικοι ιδιωματισμοί (Λεξιλόγιο), εκδ. ΟΔΕΒ, Αθήνα 1982• Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, Απ’ την παλιά κασέλλα, τόμ. Γ΄: Ιδιωματικό Λεξικό της Ιθάκης, εκδ. «Φήμιος»-Δημοτικές πολιτιστικές εκδηλώσεις Ιθάκης, Αθήνα 1997, (συντομογραφικά: ΤΣ.-ΒΛ.)• Διονύσης Ι. Πανταζάτος, Για να μη σβύσει η παλιά κεφαλονίτικη και θιακιά ντοπιολαλιά, χ.τ.έ. 2000, (συντομογραφικά: Π.)• Ηλίας Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Γ΄: Γλωσσικά - Λαογραφικά (Από τα κατάλοιπα του συγγραφέα), γενική επιμέλεια Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, Αθήνα 2003, (συντομογραφικά: ΤΣ.)• Σπύρος Γ. Γασπαρινάτος, Μαίρη Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου, Γλωσσάριο και ιδιωματικές εκφράσεις της Κεφαλονιάς, Αθήνα 2004, (συντομογραφικά: Γ. Γ.-ΤΖ.)• Στάμος Βεντούρας, Κώστας Παΐζης, Γλώσσα και Λαογραφία της Ιθάκης, [περιλαμβάνει γλωσσάρι, ιδιωματικές φράσεις καθώς και γλωσσικές παρατηρήσεις], έκδοση Ένωσης απανταχού Ιθακησίων και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας – Ιθάκης, Αθήνα 2007.
7. Για τις ομηρικές (ομ.) λέξεις λάβαμε υπόψη μας τα λεξικά: Ι. Πανταζίδης, Λεξικόν Ομηρικόν, εν Αθήναις 1921, και Π. Λορεντζάτος, Ομηρικόν Λεξικόν, Θεσσαλονίκη 1925.
8. Η παρένθεση παραπέμπει στο βιβλίο του Δημ. Σ. Λουκάτου, Κεφαλονίτικα γνωμικά, Αθήναι 1952, που περιλαμβάνει κεφαλονίτικες γνωμικές παροιμίες, και ο αριθμός δηλώνει την (αριθμητική) σειρά που η παροιμία έχει στο βιβλίο.
9. Βλ. Η. Α. Τσιτσέλης, Συλλογή ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας ..., ό.π., σ. 24• ο ίδιος, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. 3, ό.π., σ. 166, σημ. 6: «Λάσις, μέρος πυκνώς πεφυτευμένον εν Κραναία».
10. Πρόκειται για τον πιο ισχυρό δωρισμό, που άντεξε στο χρόνο, γιατί ήδη από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια ακόμη και στις δωρικές περιοχές της Πελοποννήσου «τα δωρικά είχον πλέον εκφυλισθή», Σίμος Μέναρδος, Εξέλιξις και προφορά της Ελληνικής. Τέσσερα οξφορδιανά μαθήματα, μτφρ. Ελένη Νικολακοπούλου, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1998, σ. 63.
11. Ο Π. Λορεντζάτος, «Η ανάμειξις και φωνητικά τινά φαινόμενα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σσ. 217-218, αποδέχεται τη διατήρηση του δωρικού («αιολικού» κατά τον Λορεντζάτο) α μόνο σε κύρια τοπωνυμικά ονόματα (βλ. παρακάτω γι’ αυτά) και όχι σε προσηγορικά του κεφαλονίτικου ιδιώματος.
12. Βλ. G. Ν. Hatzidakis, Einleitung in die neugriechische Grammatik, Leipzig 1892, σ. 99• Η. Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα., ό.π., στο λ. ακουά και ακουγά, και σημ. 2 στην ίδια σελίδα.
13. Ο Παναγιώτης Βεργωτής στο (ανέκδοτο) Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, (βλ. Πέτρος Πετράτος, «Το Γλωσσάριον Κεφαλληνίας (1891/1892) του Παναγιώτη Βεργωτή», Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Κύθηρα,21-25 Μαΐου 2006), τόμ. IV Β, έκδοση Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα 2009, σσ. 246-264), έχει καταγράψει τη λ. μποχάς (ο) = ο ψαράς που ψαρεύει με την μπόχα. (Συντομογραφικά: Β./Γλ. Κ.- χφ Γ). – Σημειώνουμε ότι στη νεοελληνική μπόχα σημαίνει τη δυσάρεστη οσμή.
14. Για τη σημασία των αρχαιοελληνικών λέξεων χρησιμοποιούμε το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των H. Liddell και R. Scott, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, χ.τ.έ. και χ.χ.
15. Βλ.G. Ν. Hatzidakis, ό.π. • Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. αναπνογά
16. Βλ. Πέτρος Πετράτος, «Από τον Ηρακλή στο Δράκοντα. Αράκλι και Στενό του Πόρου», Πρακτικά «Συνεδρίου για τα Γράμματα, την Ιστορία και την Λαογραφία της περιοχής των Πρόννων», (Πόρος Κεφαλονιάς, 8-11 Σεπτεμβρίου 2005), Πόρος-Κεφαλονιά 2007, σσ. 379-380. Βλ. επίσης Η. Α. Τσιτσέλης, Συλλογή ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας ..., ό.π., σ. 10. Ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 216, ισχυρίζεται ότι το αρχικό Α προήλθε από αφομοίωση προς το α του άρθρου τα: το Ράκλι (στη λαϊκή του εκφώνηση), τα Ρακλεισιάνικα, το Αρακλεισιάνικο, και από εκεί το Αράκλι.
17. Βλ. Π. Γ. Καλλιγάς, «Ιερό Δήμητρας και Κόρης στην Κράνη Κεφαλλονιάς» Αρχαιολογική Εφημερίς, 1978, σ. 138. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 23, αναφέρει και άλλες ετυμολογικές προσσεγγίσεις: από το «κράνη = τόξον όπερ και επί νομισμάτων φέρεται», από το «κραναή διά το τραχύ του εδάφους» ή από το γιο του Κέφαλου Κράνιο.
18. Στο Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Γ, του Παν. Βεργωτή διαβάζουμε τη λ. λανός (ο) = δεξαμενή τετράγωνος ασκεπής για πότισμα κυρίως ζώων.
19. Συναντάμε στην Κεφαλονιά μια κατηγορία τοπωνυμίων θηλυκού γένους καταληκτικών σε –ού, όπως π.χ. Γραδού, Δριμού, Κριτονού, Λανού, Λαχού (αλλά συναντιέται και το τοπωνύμιο Λαχοί, οι) Μολού, Ποθού, κ.λπ. Στην αρχαιοελληνική με την κατάληξη σε –ούς σχηματίζονταν τοπωνυμικά περιεκτικά (πρβλ. Αλιμούς, Μαραθούς, Φοινικούς, Ψαμμαθούς κ.λπ.). Προφανώς τα παραπάνω κεφαλονίτικα σε –ού έχουν την ίδια παραγωγική διαδικασία και σημασία με τη διαφορά ότι έχει εκπέσει το τελικό -ς. Ποθού, για παράδειγμα, σημαίνει τον τόπο με τους πολλούς πόθους• στην αρχαιοελληνική πόθος (ο) είναι (εκτός από την επιθυμία κ.λπ.) κάποιο φυτό (βλ. Ησυχίου του Αλεξανδρέως [Ησ.] Λεξικόν, αναστατική έκδοση από τις εκδ. Γεωργιάδη, [Αθήνα] 1975, λ. πόθος), που το φύτευαν στους τάφους (βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., στο λ. πόθος, περίπτωση III). Δεν είναι ίσως τυχαίο που στην Ποθού (στην επαρχία Παλικής) έχει εντοπιστεί αρχαίο νεκροταφείο.
20. Γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 217: «[...] εκτείνεται κοιλάς το σχήμα ληνού έχουσα, Λανού καλουμένη. Εμός φίλος μ’ εβεβαίωσεν ότι ερωτήσας ποτέ τινά των αγροτών, διά τι άρα γε ούτως η κοιλάς ωνομάσθη, ήκουσε την ετυμολογίαν ταύτην (Δε βλέπεις πούναι σα ληνός;)». Και το περίεργο είναι ότι το προσηγορικό όνομα λανός δε συναντιέται στο κεφαλονίτικο ιδίωμα, ενώ υπάρχει τοπωνύμιο Παλιάληνο (το). Στη γειτονική Ιθάκη συναντάμε τα τοπωνύμια Λανός (ο) αλλά και Παλιοληνός (ο), βλ. Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), Τοπωνυμικόν της νήσου Ιθάκης και επώνυμα Ιθακησίων, Εκδοτικό Τυπογραφείο, Αθήναι 1959, σσ. 54, 67. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 24, ετυμολογεί τη λέξη από τα ομηρικά λάχνος (ο) = λάχνη (η) (= τρίχωση) και λαχνήεις –εσσα –εν (= δασύτριχος, δασύφυλλος).
21. Βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., και Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 27. Ο Σ. Μέναρδος, ό.π., σ. 63, αναφέρει το κεφαλονίτικο αυτό τοπωνύμιο ως ένα από τα λίγα στη σύγχρονη Ελλάδα τοπωνύμια, που διασώζουν το δωρικό α.
22. Το τοπωνύμιο αυτό συναντιέται και στην αρχαιότητα: στην Αττική και την Αρκαδία με τους τύπους Φήγεια, Φηγαιά, Φηγούς (βλ. Στέφ. Βυζάντ., Εθνικά, σ. 663) και Φηγία (Παυσαν. 8,24,2). Στην Ιθάκη συναντάμε το τοπωνύμιο Φυγάλια (τα), βλ. Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), ό.π., σ. 86, όπου λαθεμένα, νομίζουμε, γράφεται η λέξη με υ, ενώ το σωστό θα ήταν με η: ετυμολογική συσχέτιση με τη λ. φηγός. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Νίκος Δομένικος, ό.π., έχει καταγράψει τη λ. φάως = βελανιδιά. Η γραφή με ω δεν είναι, νομίζουμε, σωστή. Γι’ αυτό, ίσως, αναρωτιέται για τη σημασία της λ. ο Δ. Πανταζάτος, ό.π., ο οποίος την «αντιγράφει» στο δικό του γλωσσάρι. Κανονικά πρέπει να γραφτεί με ο, καθώς η λ. σίγουρα προέρχεται από την αρχαία λ. φαγός / φηγός μέσα από τη διαδικασία της παραφθοράς: φάος < φαός < φαγός (δωρισμός) < φηγός. Εξάλλου, στην Κεφαλονιά συναντάμε το τοπωνύμιο Φάγος. Η ετυμολόγηση της λ. Φαγιάς από την τουρκική αγάς με παραφθορά της τελευταίας από τους Έλληνες και Αλβανούς πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στο νησί, την οποία υποστηρίζει η Νίκη Ευθυμιάτου –Κατσούνη, «Περί του τοπωνυμίου Φαγιάς», στο Αφιέρωμα στον Εθνικό Δρυμό Αίνου, έκδοση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης, [Αργοστόλι] 1998, σσ. 54-59, δεν φαίνεται πειστική.
23. Το κεφαλονίτικο αμά έχει και τη σημασία του «αλλά», αλλά στην περίπτωση αυτή το αμά προέρχεται από το ιταλικό ma, όπως σωστά υποστηρίζει ο Η. Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, ό.π., λ. αμά, και επομένως αυτό το αμά = αλλά, είναι άλλη, ομόηχη, προφανώς, λέξη.
24. Η φωνητική εξέλιξη του υ ήταν από το u στο ι, βλ. Σ. Μέναρδος, ό.π., σ. 22.
25. Ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 219, αναφερόμενος στην περίπτωση αυτή του ου = u δεν περιορίζεται μόνο σε λέξεις που περιλαμβάνουν το υ αλλά επεκτείνει το φαινόμενο και σε λέξεις με ω (π.χ. ζούδιο αντί ζώδιο) ή με η (π.χ. ζουμιά αντί ζημιά).
26. «Είναι κρούσταλλο» με τη σημασία του πάρα πολύ ψυχρού, βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 219• «εγίνηκε κρούσταλλο», δηλαδή ο πεθαμένος είναι ήδη παγωμένος, (ΤΣ., λ. κρούσταλλον).
27. Μαρτουρεύω σημαίνει ταλαιπωρώ, τυραννώ κάποιον, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνται και οι λέξεις μάρτυρας και μαρτυράω με τις γνωστές σημασίες τους.
28. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. πορτοθουρίζω, θεωρεί άγνωστο το δεύτερο συνθετικό του ρήματος, αν και στο χειρόγραφο είχε σημειώσει αρχικά: «θύρα ή μάλλον θρους, θροέω». Εμείς πιστεύουμε ότι πρώτο συνθετικό είναι το πόρτα (ιταλικής προέλευσης) και δεύτερο το θύρα (ελληνικής προέλευσης). Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο στη νεοελληνική που και τα δύο συνθετικά μιας λέξης αποδίδουν την ίδια έννοια. Αυτό γίνεται, για να τονιστεί σε υπερθετικό βαθμό αυτό που δηλώνει η νέα, σύνθετη λέξη.
29. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι το κεφαλονίτικο ιδίωμα διασώζει επιπλέον κάποιους μορφολογικούς αρχαϊσμούς, όπως π.χ. κρατάει στον αόριστο το ρηματικό χαρακτήρα κ αντί για το σ της Νεοελληνικής: άφηκα, έδωκα κ.λπ.
30. Τις σημασίες αυτές βλ. Χριστόφ. Γ. Λάζαρης, Τα Λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα 1970, στο λ. γιώνω.
31. Για τη σημασία και την ετυμολογία της λ. ιός βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., Ησ., ό.π., και Thomas Gaisford S. T. P., Etymologicon Magnum Lexicon, φωτοτυπική ανατύπωση από τις εκδ. Πελεκάνος, [Αθήνα] 2000, στο λ. ιός.
32. Το τελευταίο βλ. Π. Λορεντζάτος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σ. 227. Της ίδιας ετυμολογικής οικογένειας είναι και το ουσιαστικό γιότισσα (ορθά: γιώτισσα) = ο αιφνίδιος από αποπληξία ή συγκοπή θάνατος. Σημειώνουμε τη φράση «Επήε να μόρτει γιότισσα» (για κακή αγγελία ή φόβο) (ΤΣ., λ. γιότισσα), και την κατάρα «Να σώρτη / να σε πιάσει γιότισσα» (ΤΣ., Π., λ. γιότισσα).
33. Βλ. και Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 172, σημ. 1.
34. Βλ. στον Ησύχ., ό.π., λαγγεύει = φεύγει.
35. Οι λεξικογράφοι του κεφαλονίτικου ιδιώματος, ενώ δεν έχουν καταχωρίσει το συγκεκριμένο ρήμα – μόνο στο Ρ. Τσιντίλη-Βλησμά, ό.π., το βρίσκουμε – ωστόσο καταγράφουν τη μετοχή μελιασμένος = αυτός που νιώθει στα μέλη του, στο σώμα του ατονία (Π., Γ.Γ.-ΤΖ). Για το μελιάζω βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 215.
36. Βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 231.
37. Κατά τον Παν. Βεργωτή, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας - χφ Γ, πιτίζω σημαίνει «βρέχω τι με λεπτές ρανίδες».
38. Βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 228.
39. Σημειώνουμε εδώ την υπέροχη σύνθετη κεφαλονίτικη λέξη ανεμορπή < άνεμος + ριπή. Ο Π. Λορεντζάτος, «Ετυμολογικά και σημασιολογικά», Αθηνά, τόμ. 29 (1917), σσ. 162-163, καταγράφει τη λ. ριπιστής = σπάταλος.
40. Μόνο ο Δ. Ι. Πανταζάτος, ό.π., έχει καταχωρίσει αυτή τη λέξη. Ο Π. Λορεντζάτος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σ. 216, υποστηρίζει ότι το αρχικό σ- προέκυψε από τα συγγενικά σημασιολογικά ρήματα σαπίζω και σέπομαι. Έχει, ωστόσο, καταγράψει τη φράση: «Σαρμοτρώει το τυρί / το ξύλο» = σαπίζει το τυρί / το ξύλο.
41. Διευκρινίζει, μάλιστα, ο Παν. Βεργωτής: «Με ρήματα κινήσεως και οι παλαιοί εξέφραζαν την έννοιαν του πρέποντος• προσήκω, καθήκω (καθήκον)».
42. Βλ. Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. σκάρος.
43. Για τα σύνθετα - ρήματα, ονόματα και επιρρήματα - βλ. την εξαίρετη μελέτη του Π. Λορεντζάτου, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π.
44. Πολύ σωστά εξηγεί ο Φαίδων Ι. Κουκουλές, Διά της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού βίου, εν Αθήναις 1922, σσ. 31-32, ότι η αρχαιοελληνική λ. αίρεση πήρε τη σημασία της «ιδιοτροπίας» κατά την εποχή των χριστιανικών αιρέσεων• έτσι, «εν Λακωνική, Αρκαδία, Ζακύνθω, Κεφαλληνία και αλλαχού αίρεσιν καλούσι την ιδιοτροπίαν καθ’ όλου, αιρετικόν τον ιδιότροπον [...]».
45. Συνώνυμη της λέξης είναι το ρέσεμα < αιρέσεμα < αίρεσις: «Τα χάδια φέρνουνε ρεσέματα», (Λ. 437).
46. Ο Παν. Βεργωτής, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Δ, έχει καταγράψει το επίθετο ανεμορρίπητος = «ερριμμένος από τον άνεμον, εκείνος τον οποίον εσυνεπήρεν ο άνεμος. Συνήθως εις την φρ[άσιν] επήε ανεμορρίπητος».
47. Βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., στο λ. βούπαις (< βους + παις) = μεγάλο παιδί, και Ι. Πανταζίδης, ό.π., στο λ. βοώπις (< βους + ωψ) = αυτή που έχει βλέμμα βοδιού, δηλ. σταθερό και ήρεμο βλέμμα, ή αυτή που έχει μάτια βοδιού, μεγαλομάτα. Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα συναντάμε τη λ. στο νεότερό της τύπο: βουγδομάτης = «ο έχων εξέχοντας μεγάλους οφθαλμούς», (ΤΣ., λ. βουγδομάτης).
48. Ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 212, θεωρεί ως δεύτερο συνθετικό της λέξης το έλασις.
49. Πρβλ. παπαδολάσι = πλήθος παπάδων, βριολάσι = πολλές και βαριές βρισιές.
50. Ο Δ. Ι. Πανταζάτος, ό.π., στο λ. δράγκα, έχει καταγράψει τη λ. δραγκωμένος = «ο σφιχτοχέρης, ο τσιγκούνης).
51. Χρησιμοποιείται και σε επιθετική μορφή: κακαδιός και κακαβιός –ιά –ιό: «Αν πάρης χίλια πέρπερα [= τα βυζαντινά υπέρπυρα, νομίσματα] και κακαβιά γυναίκα, τα χίλια πέρπερα πετούν κι η κακαβιά σού μένει», (Λ. 310).
52. Βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., στα λλ. κόθουρος, κόλουρος, και Ησύχ., ό.π., στα λλ. κοθούριν, κόθουρος, κοθώ.
53. Συνεκδοχικά σημαίνει και τη χρονική περίοδο του κούρου: «Στον κούρο [= την εποχή του κούρου] θα σε πληρώσω», (ΤΣ., λ. κούρος).
54. Βλ. Π. Λορεντζάτος, «Ανάμειξις ...», ό.π., σ. 220.
55. Βλ. τις σύνθετες λέξεις: πορόκλι (το) (= εκείνο το κατασκεύασμα, εκείνο το αντικείμενο με το οποίο κλείνω την είσοδο• πρόκειται κυρίως για το καπάκι, το κάλυμμα, με το οποίο κλείνουμε το φούρνο) < πόρος + κλείω, και ποροπιάνω (= πιάνω, ασφαλίζω, κλείνω πρόχειρα την είσοδο) < πόρος + πιάνω.
56. Βλ. Ησύχ., ό.π., στο λ. ράπα = καλάμι.
57. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., θεωρεί ότι η λ. είναι σύνθετη από ρέω + πέδον.
58. Βλ. Ησύχ., ό.π., στο λ. στάλη = στάνη.
59. Τα στέλλα λέγονται και στελάρια αλλά και πουντέλια (τα) < ιτ. pedule.
60. Στον Ησύχ., ό.π., υπάρχει το λ. στάλικες (= οι στήλες, οι πάσσαλοι), απ’ όπου προφανώς προέρχεται το κεφαλονίτικο σταλίκια (τα) (= τα ξύλινα δίποδα των χωριάτικων κρεβατιών)• βλ. «Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μην κάψης τα σταλίκια», (Λ. 18).
61. Ο Γεράσιμος Χυτήρης, Κερκυραϊκό Γλωσσάρι. Ακατάγραφες και δίσημες λέξεις, Κέρκυρα 1992 (2η έκδοση), στο λ. ξελλέστατος, θεωρεί ότι η λέξη, που στο κερκυραϊκό ιδίωμα σημαίνει τον ανήσυχο, ζωηρό, ανυπότακτο, σχετίζεται ετυμολογικά με το επίθετο έξαλλος, γι’ αυτό και τη σημειώνει με διπλό λ. Αντίθετα, ο Χριστόφ. Γ. Λάζαρης, ό.π., στο λ. ξελέστατος, παρ’ όλο που σημειώνει την ίδια παραπάνω σημασία, ετυμολογεί τη λέξη από το εξωλέστατος.
62. Η παροιμία αναφέρεται στην ηλικία της γυναίκας.
63. Βλ. Π. Λορεντζάτος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σ. 252. Αναφέρουμε παρόμοιας κατάληξης επιρρήματα σε –ου: μπρολαβού (= προηγουμένως) < προλαβόντως, ξελά(γ)κου (= με καταδίωξη) < εκ [= ξε]+ λακίζω («τον πήρανε ξελάκου = τον απομάκρυναν καταδιώκοντάς τον), κ.ά. Βλ επίσης το περιγιαλού (= στο περιγιάλι): «Οπού θα ταξιδέψη, περιγιαλού θα κάτση», (Λ. 1310).
64. Βλ. ό.π., σ. 253. Αναφέρουμε και τα συνώνυμά του: πίστομα ή ταπίστομα < επί + στόμα, και πίμυτα < επί + μεσν. μύτη, βλ. Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στα λλ. ταπίστομα, πίμυτα.
65. Βλ. Π. Λορεντζάτος, «Ετυμολογικά και σημασιολογικά», ό.π., σ. 159.
66. Βλ. Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, ό.π., σ. 156, στη φράση «Επήε γόνα».
67. Βλ. τα όσα αναφέρει γενικότερα για την επιρρηματική χρήση του ουσιαστικού κλινάρι ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σσ. 160-161.
68. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. πινομή, αναφέρει, επιπλέον, ότι η φράση «η πινομή σου» χρησιμοποιείται αντί του «εσύ» για λόγους λεπτότητας ή ευγένειας• κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη φράση «η αφεντιά σου» = εσύ, βλ. ό.π., στο λ. αφέντης.
69. Ο Παν. Βεργωτής, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Β, στο λ. όντες κι όντες, σημειώνει: «Η επανάληψις [όντες κι όντες] δηλοί την υπερθετικήν έννοιαν του όντως, ως να ελέγαμεν, πραγματικότατα».
70. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. καμιλιά, σημειώνει ότι η λέξη καλιά χρησιμοποιείται και μόνη της σε μερικά μέρη της Κεφαλονιάς και τότε σημαίνει τη φωλιά.
71. Στον Ησύχ., ό.π., «καλιαί: νοσσιαί [= κοτέτσια] εκ ξύλων και ξύλινά τινα περιέχοντα αγάλματα ειδώλων• δηλοί δε και σκηνήν ή οικίαν» και «καλιοί: τα ευτελή οικήματα». Ωστόσο, αξίζει να μελετηθεί η ενδιαφέρουσα προσέγγιση – ετυμολογική, σημασιολογική αλλά και σημειολογική – που γίνεται στο βιβλίο των Richard Fester, Marie E.P. Koning, Doris F. Jonas και A. David Jonas, Γυναίκα και εξουσία. Πέντε εκατομμύρια χρόνια γυναικοκρατίας, μτφρ. Δημ. Κούρτοβικ, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1984, σσ. 115-125, για την αρχέτυπη λέξη ? kall και τους διάφορους τύπους-μορφές της σε πολλές γλώσσες του κόσμου, αρχαίες και σύγχρονες.
72. Ο Χριστόφ. Γ. Λάζαρης, ό.π., στο λ. καλιά, επειδή, λαθεμένα κατά τη γνώμη μας, σχετίζει ετυμολογικά τη λέξη με το επίρρημα αλίως του επιθέτου άλιος –α –ον (= άκαρπος, μάταιος, ανωφελής) και με το ρήμα αλιόω-ώ (= καθιστώ κάτι άκαρπο, ματαιώνω), εξηγεί ότι οι σχετικές φράσεις («πάω καλιά μου» κ.λπ.) δηλώνουν κυρίως «δυσοίωνη» κατεύθυνση, «μοιραία πορεία», «αφανισμό». Αντίθετα, ο Γ. Χυτήρης, ό.π., στο λ. καλλιά μου, στέκεται στη θετική σημασία της αποχώρησης: «στην καλήν ώρα, στον καλό δρόμο».
73. «Βέβαια στη φάση αυτήν δεν πρόκειται ακόμα για μια πλήρη και οριστική διάλυση [των διαλέκτων και ιδιωμάτων]• θα υπάρξουν εξελικτικά στάδια, που τη μορφή και τη διάρκειά τους κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει, αλλά που αργά ή γρήγορα οδηγούν, με μια μοιραία βεβαιότητα, στην απορρόφηση των διαλέκτων από τη νέα Κοινή», Νικόλαος Π. Ανδριώτης, «Η γένεση των νεοελληνικών διαλέκτων», [μτφρ. του πρωτότυπου N. P. Andriotis, La genese des dialects, στο II. Langue, Litterature, Philologie, του XV Congres international d’ Etudes Byzantines, Athenes 1976, από τον Κωνστ. Μηνά], Φιλολογικά, τχ. 5, (1981), σσ. 21-22. Και όσο αφορά στις νεότερες γενιές διευκρινίζει ότι «και αυτοί ακόμα που θα ήθελαν να διασώσουν τη γλωσσική κληρονομιά των γονέων τους βρίσκονται στην ανάγκη να την αποποιηθούν, προσκρούοντας στο κοινωνικό τους επίπεδο, το οποίο, προπάντων στις μεγάλες πόλεις, αντιτάσσει την περιφρόνηση και το χλευασμό του σε κάθε γλωσσική χρήση που δεν είναι σύμφωνη με την κοινή γλώσσα».
Πέτρος Πετράτος
http://petrospetratos.blogspot.gr/search?updated-max=2013-01-01T10:52:00-08:00&max-results=7&start=12&by-date=false