Διατέλεσε σύμβουλος, γενικός γραμματέας και αντιπρόεδρος τού Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο Γεράσιμος Αμπάτης συνεργάστηκε με λογοτεχνικά κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Το πρώτο του βιβλίο το κυκλοφόρησε στα 1930. Ήταν το μονόπρακτο θεατρικό δράμα με τον τίτλο «Μιά χτυπιά». στα 1934, κυκλοφόρησε το επικολυρικό ποίημα «Η Αρπαγή τών Σαβίνων». Στα 1940 το δεύτερο ποιητικό βιβλίο «Καπνοί μιας φλόγας». Ακολουθεί στα 1943, το δοκίμιο: «Μύηση στο Λυρικό Λόγο». Τέλος στα 1956 κυκλοφορεί, ένα επικολυρικό ποίημα πάλι, με τίτλο: «Οι Νέοι Κένταυροι». Συνεργάστηκε ακόμη σαν κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα «Ακρόπολη» για πολλά χρόνια.
Ο Γεράσιμος Αμπάτης δεν έγραψε πολλά. Ήταν θιασώτης τής μεγάλης αλήθειας «ουκ εν τω πολλώ το εύ». Και προκειμένου για την ποίηση, θα μπορούσαμε να πούμε, «εν τω πολλώ ή παγίς». Λίγοι περνούν την παγίδα αλώβητοι.
Ο ποιητής. Δουλειά του
ν’ αλφαδιάζει τη φωτιά
σε στρογγυλό φεγγάρι στίχους.
Κι αυτό προϋποθέτει και φωτιά και τής φωτιάς το αλφάδιασμα. Και τη δημιουργό συγκίνηση και τού νου την κριτική επιλογή. Για να γίνει η φωτιά φεγγάρι. να γίνει ή συγκίνηση μορφή: Ποίημα, πλάσμα ζωντανό, αυθυπόστατο, πού εμπεριέχει τη συγκίνηση και την προκαλεί, άλλα δεν είναι γυμνή συγκίνηση το ίδιο.
Ο Γεράσιμος Αμπάτης το ήξερε καλά και το φρόντισε ν’ αλφαδιάζει τη φωτιά, νά εργάζεται, να σάρκωση τη συγκίνηση και την ιδέα με την πιο κατάλληλη μορφή.
Στα επικολυρικά του ποιήματα υπάρχει νευρώδες ύφος, τόνος συχνά υψηλός, και λόγος καίριος.
Εσύ πλαταίνεις την καρδιά σαν δεύτερο ουρανό
Εσύ την κάνεις Όλυμπο και στήνεις εκεί θρόνο
και εκ των αισθημάτων μας το μαύρο ωκεανό
μερεύεις σαν τον Αίολο μ’ ένα σου νόημα μόνο
(Απόσπασμα από το ποίημα «Αγάπη»)
Ο επιβλητικός ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος με το πρώτο ημιστίχιό του προπαροξύτονο (Όλυμπο - μάτων μας - Αίολο) αποκτάει ηχητική μεγαλοπρέπεια και έκταση χρόνου. Οι παρομοιώσεις του κάνουν το λόγο καίριο, και οι μεταφορές του υποβλητικό. Οργανική ενότητα και κρουστή ύφανση του στίχου, είναι αρετές τού παρατιθέμενου τετράστιχου και όλης της ποίησης του. στη λυρική του ποίηση, αντίθετα, είναι τρυφερός, χαμηλόφωνος. Έχει μια διαύγεια, θα την έλεγες ελληνική, στην έκφραση της συγκίνησης, και μιαν απλότητα, τεχνικότατη, απαύγασμα επεξεργασίας, πού όχι μόνο δε ζημιώνει τον πηγαίο χαρακτήρα της ποίησης του, άλλα τον αναδείχνει πληρέστερα:
Ήθελ’ απόψε κάτι να σου ειπώ,
που μέρες τώρα μούρχεται στα χείλη!
κάτι απαλό σαν μενεξένιο δείλι
κι αρμονικό σαν αηδονιού σκοπό.
Ήθελ’ απόψε κάτι να σου ειπώ
λεπτό σαν μύρο κρίνου σ ανθοστήλη,
αγνό καθώς μια φλόγα από καντήλι
σε βρέφος πού κοιμάται χαρωπό.
Και
Βούδες, Σωκράτες, Κομφούκιοι, Χριστοί,
σε ανήλιαγες μέρες, μεσάνυχτα τρόμου
-δείχτες γρανίτη, θαρρείς, σκαλιστοί,-
το βάθος σού δείχναν τού δρόμου.
Μα εσύ, των ορμών σπειρουνίζοντας τ’ άτι,
προσπέρασες, δίχως να στρίψεις το μάτι.
(Απόσπασμα από τη συλλογή «Oι Νέοι Κένταυροι»).
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Γεώργιος Αργυρίου
http://anemourion.blogspot.gr/2013/09/1906-1972.html