«Απαιτήθηκαν 160 δις γερμανικά μάρκα για αποζημιώσεις πολέμου. Η δυνατότητα της Γερμανίας να πληρώσει 160 δις ή, έστω, 100 δις, είναι ανύπαρκτη – δεν βρίσκεται δηλαδή εντός των πλαισίων του εφικτού, με βάση έναν λογικό υπολογισμό. Αυτοί οι οποίοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε η Γερμανία να πληρώνει κάθε χρόνο πολλά δις μάρκα για να εξοφλήσει, θα έπρεπε να μας εξηγήσουν, μέσω ποιών ακριβώς εμπορευμάτων θα ακολουθούσαν αυτές οι πληρωμές κατά τη γνώμη τους και σε ποιες ακριβώς αγορές θα μπορούσαν να πουληθούν αυτά τα εμπορεύματα.
Μέχρι να μπορέσουν να εκφραστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια και να τεκμηριώσουν αντικειμενικά τις αποφάσεις τους, απαιτώντας πράγματα που είναι δυνατόν να επιτευχθούν, δεν μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη μας». Κανένας δεν τον άκουσε δυστυχώς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το κραχ του 1929 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος».
Με κριτήριο τα παραπάνω υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές της άποψης ότι, η Γερμανία υποχρεώθηκε να κηρύξει τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο – κυρίως επειδή είχε γίνει αντικείμενο διεθνών προσβολών, είχε απομονωθεί και περιθωριοποιηθεί, αδυνατώντας εύλογα να ανταπεξέλθει με την εξόφληση των τεραστίων υποχρεώσεων της.
Επειδή βέβαια η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν θέλει να κηρύξει ανάλογα τον πόλεμο, αυτό που πρέπει να απαιτήσει από τους πιστωτές της, δεν είναι τόσο η διαγραφή των χρεών της. Αντίθετα, οφείλει να διεκδικήσει έναν τρόπο, με τον οποίο θα μπορεί να εξοφλεί τις υποχρεώσεις της – χωρίς να εξευτελίζεται, να περιθωριοποιείται, να θυσιάζει τη ζωή των πολιτών της, τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία της, την εθνική της ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και το μέλλον των παιδιών της.
Συνέχεια στο http://www.analyst.gr/2013/10/12/3008/