“Το σημαντικότερο για την οικονομία μίας χώρας δεν είναι η ανταγωνιστικότητα, αλλά η παραγωγικότητα. Ειδικότερα, δεν δημιουργείται διαρκής, πόσο μάλλον «αειφόρος» πλούτος εκ μέρους εκείνων των κρατών, τα οποία εμπορεύονται και εξάγουν τα προϊόντα τους στις παγκόσμιες αγορές, αλλά σε εκείνα, τα οποία εκμεταλλεύονται τους έμψυχους και άψυχους πόρους τους, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα – σε αυτά δηλαδή που διαθέτουν υψηλή παραγωγικότητα.
Η αιτία είναι το ότι, μόνο έτσι μπορεί ο ίδιος αριθμός ανθρώπων σε μία χώρα να παράγει περισσότερα αγαθά, τα οποία τίθενται στη διάθεση του πληθυσμού της – ενώ το βιοτικό επίπεδο ενός κράτους δεν αυξάνεται αυτόματα, όταν αυξάνονται οι εξαγωγές του, αλλά όταν κάποια στιγμή εισρέουν στην οικονομία του νέα εμπορεύματα, με τη βοήθεια των χρημάτων που εισπράττει από τις εξαγωγές (τα χρήματα δεν τρώγονται).
Σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα, οι μισθοί των εργαζομένων δεν είναι συνήθως ποτέ τόσο χαμηλοί, όσο θα ήταν απαραίτητο – ενώ όταν μία χώρα μειώνει τους μισθούς, δεν γίνεται αυτόματα πλουσιότερη. Αντίθετα, εάν ένα κράτος επικεντρωθεί στην παραγωγικότητα, οι αμοιβές μπορούν να αυξάνονται, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στην οικονομία του. Όλα όσα ακούγονται λοιπόν σε σχέση με το μονόδρομο της ανταγωνιστικότητας είναι ένας μύθος - ο οποίος δεν οδηγεί φυσικά στον παράδεισο που υπόσχεται, αλλά στην υπερβολική αύξηση των κερδών των πολυεθνικών κυρίως εταιρειών και του διεθνούς τοκογλυφικού κεφαλαίου”.
Άρθρο
Εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν έχουν νόημα οι δημόσιες αντιπαραθέσεις, ειδικά αυτές που διεξάγονται στα τηλεοπτικά μέσα, γνωρίζοντας πως αυτό που συνήθως επιδιώκεται δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας - όπως, για παράδειγμα, η ανάλυση του ορθολογικού τρόπου της λειτουργίας ενός κράτους, η λύση προβλημάτων με τη συνεργασία των άλλων, καθώς επίσης η εύρεση των εναλλακτικών δυνατοτήτων εξόδου από μία μεγάλη κρίση, όπως η σημερινή.
Η αιτία είναι το ότι, δεν ζούμε προφανώς σε έναν ιδανικό κόσμο, όπου ο διάλογος και η αντιπαράθεση θα είχαν ως βασικό σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας ή, τουλάχιστον, τη σύγκλιση των απόψεων. Αντίθετα, ζούμε σε έναν κόσμο μάλλον προβληματικό, όπου οι άνθρωποι δεν αναζητούν το σωστό αλλά προσπαθούν, απλά και μόνο, να επικρατήσουν στις διάφορες αντιπαραθέσεις - έχοντας ως βασικό κίνητρο την ιδιοτέλεια και όχι τον αλτρουισμό.
Ο Σοπενχάουερ ονόμασε αυτού του είδους τις ανόητες αντιπαραθέσεις, τις οποίες βιώνουμε καθημερινά είτε στο Κοινοβούλιο, είτε στα διάφορα τηλεοπτικά μέσα, «Εριστική Διαλεκτική» - ως την τέχνη δηλαδή του να λογομαχεί κανείς με έναν τέτοιον τρόπο, ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του, είτε έχει δίκιο, είτε άδικο.
Όπως έλεγε δε ειρωνικά, σκιαγραφώντας τη συγκεκριμένη τεχνική, την οποία είχαν ανακαλύψει και δίδασκαν έναντι αμοιβής οι σοφιστές στην αρχαία Ελλάδα, "Σε μία αντιπαράθεση πρέπει να αγνοήσουμε την αντικειμενική αλήθεια ή, μάλλον, να την εκλάβουμε ως μία τυχαία συγκυρία - έτσι ώστε να επικεντρωθούμε μόνο στην υπεράσπιση της θέσης μας, ιδίως δε στην αντίκρουση της θέσης του αντιπάλου".
Αναφερόμενος τώρα στα διάφορα τεχνάσματα (αντιπερισπασμός, επίκληση της αυθεντίας και όχι της λογικής, εξόργιση του αντιπάλου, προσωπικές επιθέσεις, υπεκφυγές, αντιστροφή ή εκτροπή της συζήτησης, γενικεύσεις, ψευδείς αποδείξεις κλπ.), τόνισε εδικά ότι, δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη και αν είναι, την οποία οι άνθρωποι να μην είναι έτοιμοι να την ασπασθούν, μόλις πεισθούν πως είναι κοινώς αποδεκτή - όπως, για παράδειγμα, την παράλογη θέση σήμερα, σύμφωνα με την οποία η μοναδική λύση της Ελλάδας είναι το ΔΝΤ, καθώς επίσης οι δανειακές συμβάσεις υποτέλειας, με τα μνημόνια και τους νόμους εφαρμογής τους, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τους!
Η συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ.