ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ


Πέμπτη, 31 Οκτωβρίου 2013 10:35

Τσιγγάνοι και όχι γύφτοι

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(2 ψήφοι)

Το σημερινό άρθρο, κατ’ εξαίρεση, είναι κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του προχτεσινού. Συνήθως δεν το κάνω αυτό: όταν έχω ομοειδή άρθρα φροντίζω να περνάει λίγος καιρός ανάμεσά τους. Γράφοντας όμως το προχτεσινό άρθρο κατάλαβα ότι θα παραβάραινε αν, πλάι στη λέξη ‘τσιγγάνος’ ερευνούσα και τη λ. ‘γύφτος’, κι έτσι αποφάσισα να το χωρίσω στα δύο. Μάλιστα, θα τα έβαζα και σε συνεχόμενες μέρες, αλλά επειδή μεσολάβησε η παρουσίαση του βιβλίου μου Οπωροφόρες λέξεις είπα να ευλογήσω τα γένια μου κι έτσι χτες παρενέβαλα ένα άρθρο σχετικό με πωρικά.

Σήμερα λοιπόν, θα δούμε την ιστορία της λέξης γύφτος, έχοντας αφήσει πίσω μας τη μικρή Μαρία (τ. ξανθό αγγελούδι, νυν γυφτάκι) να πορεύεται τον Γολγοθά της τώρα που την έσωσε το ελληνικό κράτος. [Σήμερα είναι και τα γενέθλια του αγαπημένου μου Ναπ. Λαπαθιώτη, που γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 -συνηθίζω κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να βάζω ένα άρθρο στη μνήμη του: θα το δημοσιεύσω την Κυριακή που μας έρχεται].

Σύμφωνα με τον ορισμό που αντιγράφω από το ΛΚΝ, γύφτος είναι: 1. (μειωτ.) ο τσιγγάνος της Ελλάδας: Γύφτοι στήσανε τα τσαντίρια τους έξω από τη Λάρισα. Γέμισε ο τόπος γύφτους. Ήρθε μια γύφτισσα να μου πει τη μοίρα μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν ~, κρυώνει πάρα πολύ. ΠAΡ Είδε ο ~ τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Όλοι οι γύφτοι μια γενιά*. 2. (παρωχ.) α. τεχνίτης σιδηρουργός. β. οργανοπαίχτης: Φώναξαν τους γύφτους στο πανηγύρι. 3. (μτφ.) α. άνθρωπος μικροπρεπής και φιλάργυρος: Είναι μεγάλος ~, πεντάρα δεν του παίρνεις από τα χέρια του. β. αυτός που ζει σε συνθήκες βρομιάς και ακαταστασίας: Γίναμε γύφτοι. Zούμε σαν γύφτοι. γ. άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός. γυφτάκι το YΠΟKΟΡ. γυφτάκος ο YΠΟKΟΡ. γύφταρος ο MΕΓΕΘ.

Παρόμοιο είναι και το λήμμα του λεξικού Μπαμπινιώτη, μόνο που παραλείπει τις παρωχημένες σημασίες του σιδερά και του οργανοπαίχτη, καθώς και (περιέργως) τη σημασία 3β. για τη βρομιά και την ακαταστασία.

Η λέξη γύφτος εμφανίζεται ήδη στα μεσαιωνικά ελληνικά, και προέρχεται, όπως θα έχετε ακούσει, από το εθνωνύμιο “Αιγύπτιος”. Σε λόγια κείμενα, άλλωστε, χρησιμοποιείται για τους τσιγγάνους το “Αιγύπτιος” και αναφέραμε στο προχτεσινό άρθρο ένα απόσπασμα του Μάζαρι (1416) που συγκαταλέγει τους Αιγύπτιους στα εφτά έθνη που κατοικούσαν τότε την Πελοπόννησο. Στον δημώδη Κρασοπατέρα λέγεται ότι ο πότης αναζητάει το κρασί με την ίδια λαχτάρα όπως “ο ταπεινός ο Αίγυπτος τα παλαιοκόσκινά του” -σε μιαν άλλη παραλλαγή, ο ίδιος στίχος αναφέρει “ο δε μαυροκατζίβελος το γυροκόσκινόν του”.

Ξέρουμε βέβαια ότι οι Τσιγγάνοι ήρθαν από την Ινδία. Ωστόσο, την εποχή εκείνη ήταν ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ήρθαν στη Μεσόγειο από την Αίγυπτο, μιαν αντίληψη που και οι ίδιοι συμμεριζονταν πολλές φορές. Έτσι, από το Αιγύπτιος προέκυψε το γύφτος, ενώ παρόμοια εξέλιξη είχαμε και σε άλλες γλώσσες. Στα αγγλικά, ο τσιγγάνος είναι gipsy/gypsy, που προέρχεται από το Egyptian, μέσω ενός ενδιάμεσου Gipcyan. Στο λεξικό βρίσκω το εξής απόσπασμα του 1514, που διασώζει τον ενδιάμεσο τύπο, για να πάρουμε και μια γεύση των αγγλικών της εποχής: The Kings Maiestie, about a twelfmoneth past, gave a pardonne to a company of lewde personnes within this realme calling themselves Gipcyans, for a most shamfull and detestable murder.

Στα γαλλικά πάλι, η αντίστοιχη λέξη είναι gitane, που είναι δάνειο από το ισπανικό gitano (προφέρεται χιτάνο), που ανάγεται στο εθνωνύμιο Egiptano, Αιγύπτιος αλλά και τσιγγάνος. Η γαλλική λέξη θα σας είναι γνωστή από την παλιά μάρκα άφιλτρων τσιγάρων (Ζιτάν παιδάκι μου, ζητάν κι άλλοι, αλλά δεν φέρνουμε, που λέει και το ανέκδοτο). Οι τσιγγάνοι στα τούρκικα, όπως είδαμε στο προχτεσινό άρθρο είναι çingene, δάνειο από το ελληνικό τσιγγάνος, αλλά υπάρχει κι άλλη μια τούρκικη λέξη για τους τσιγγάνους ή για τις φυλές τους, kipti, που νομίζω ότι την έχουν και τα αραβικά. Κιπτί είναι ο Κόπτης, παναπεί ο Αιγύπτιος.

Βέβαια, οι Γάλλοι ονόμαζαν επίσης bohèmes τους τσιγγάνους, δηλαδή Βοημούς, επειδή όταν τους πρωτοείδαν, στις αρχές του 15ου αιώνα, θεώρησαν ότι έρχονταν από τη Βοημία, την Τσεχία. Σιγά-σιγά, η λέξη πήρε τη σημασία του ανθρώπου που ζει έξω από κανόνες, κυρίως του περιφερόμενου και φτωχού καλλιτέχνη ή ποιητή, και με τη σημασία αυτή πέρασε και στα ελληνικά ως μποέμ, καθώς και σε πολλές άλλες γλώσσες, Ο Κοτζιούλας, που έζησε φτωχικά και μποέμικα με τον τρόπο του, έγραψε στην πρώτη του συλλογή ένα ποίημα με τίτλο Μποέμ.

Αλλά ας γυρίσουμε στον γύφτο. Είπαμε πιο πάνω πως μια απαρχαιωμένη σημασία της λέξης είναι “σιδεράς” κι αυτό επειδή οι Γύφτοι παραδοσιακά εξασκούσαν το επάγγελμα του σιδερά ή του χαλκωματά -κάθε χωριό είχε και τον γύφτο του, που συνήθως ήταν Γύφτος· κάποτε δούλευε και για λογαριασμό της κοινότητας με κοντότα δηλ. πληρωνόταν έναν ετήσιο μισθό και διόρθωνε δωρεάν τα εργαλεία των κατοίκων. Ο γύφτος στον Θανάση Διάκο του Βαλαωρίτη δεν ξέρω αν ήταν και Γύφτος, αλλά βρίσκω υποβλητική την περιγραφή του:

Στην μαύρη την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος,
γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
Tον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα
έχθρα κρυφή, παντοτινή, για τ’ άνθη, για τ’ αστέρια,
για του παιδιού την ευμορφιά, κ’ έτρωγε με το μάτι
ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη.
Έκλωθε τη σαπίλα του στρωμένος στα ξεσκλίδια,
που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.
Aχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, αμόνι,
στουρνάρια για το γδάρσιμο, παληόκαρφα, ψαλίδες,
μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.

Ενώ η παροιμιολογία και η φρασεολογία μας είναι σχετικά φτωχή με εκφράσεις για τσιγγάνους, είναι πολύ πλούσια σε παροιμίες και φράσεις με γύφτους, Για παράδειγμα, λέμε ή λέγαμε “είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του”, και, παρεμφερές, “όλοι οι γύφτοι μια γενιά είναι”, που έχει και επεξηγηματικό μύθο, ότι τάχα γεννήθηκε όταν οι μουσουλμάνοι γύφτοι πήγαν στον σουλτάνο και του ζήτησαν να εξαιρεθούν από το χαράτσι. Ο σουλτάνος όμως μάζεψε όλους τους γύφτους της Πόλης και διάταξε, όσοι είναι μουσουλμάνοι να πάνε χώρια από τους άλλους, πράγμα που έκαναν. Τότε είπε: “Οι μουσουλμάνοι γύφτοι θα πληρώνουν διπλό χαράτσι”, οπότε, υποτίθεται, οι μουσουλμάνοι ξαναενώθηκαν με τους άλλους, φωνάζοντας ότι “εμείς οι γύφτοι όλοι μια γενιά είμαστε”.

Όλοι οι γύφτοι μια γενιά, αλλά και πολλές γενιές, που ποιητικά τις απαριθμεί ο Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, στον έβδομο λόγο:

Γαντζάοι, Κατσίβελοι, Νετότσοι,
Σίντηδες, Ρόμοι, Ζαπαράδες,
κάθε όνομα, κάθε γενιά!
κ’ οι βουλγαρόγυφτοι απ’ το Δούναβη,
κ’ οι γύφτοι απ’ τη Μολδοβλαχία,
κι από την Κύπρο κι απ’ τον Καύκασο,
κ’ οι γύφτοι από τα Δωδεκάνησα.
κ’ οι μελαψοί κ’ οι αρκουδοτρόφοι,
κ’ οι ατσίγγανοι με τις μαϊμούδες

(…)

Ομολογώ ότι δεν είμαι σε θέση να ξεδιακρίνω όλες τις φυλές που απαριθμούνται στο πρώτο δίστιχο, αλλά οι “Ρόμοι” είναι ίσως η πρώτη εμφάνιση της λέξης Ρομ στη λογοτεχνία μας. Όμως για τη λογοτεχνία θα πούμε πιο κάτω, προς το παρόν είμαστε ακόμα στη λαογραφία και στους παροιμιόμυθους.

Ένας άλλος παροιμιόμυθος λέει “Τον γύφτο πήγαιναν να τον κάνουν βασιλιά, κι αυτός έλεγε ‘τι καλός δέντρος για κάρβουνα!’”, αφού οι σιδεράδες χρειάζονταν κάρβουνα για το καμίνι τους, ενώ σε παραλλαγή για γυναίκες, “τη γύφτισσα έκαναν βασίλισσα κι αυτή το ντάλε-ντάλε”. Και για να μη φύγουμε από την εικόνα του σιδερά γύφτου, υπάρχει και ένας παροιμιόμυθος με τον λύκο, που τον έπιασαν κάποτε οι χωριάτες και τον χτυπούσαν αλύπητα. Από κοντά κι ο γύφτος του χωριού. Οπότε, λέει ο λύκος: “Καλά οι άλλοι, τους έχω ρημάξει τα πρόβατα. Εσένα, τ’ αμόνι σου’φαγα;”

Για να συνεχίσουμε με τις παροιμίες, διαλέγω μερικές από τη συλλογή του Πολίτη:
* Γύφτος παπάς δε γίνεται, κι αν γίνει δε βλογάει. Θυμίζω ότι στη βυζαντινή σάτιρα του Σπανού υπάρχει αναφορά σε “παπά γύφτικον”
* Γύφτικο σπίτι καίγεται και βιο λογαριάζεις; Επειδή τα σπίτια των γύφτων ήταν φτωχικά. Την παροιμία αυτή τη χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα.* Πάει στον γύφτο για προζύμι. Για όποιον ζητάει βοήθεια εκεί που αποκλείεται να βρει, επειδή οι γύφτοι δεν είχαν, υποτίθεται, στρωμένο νοικοκυριό και αποθέματα.

Προχωρώντας στη φρασεολογία, έχουμε δυο πασίγνωστες εκφράσεις:
“Κάτι τρέχει στα γύφτικα”, που λέγεται για κάτι που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε γι’ αυτό, ίσως επειδή στους μαχαλάδες των γύφτων υπήρχε πάντοτε φασαρία, άρα θεωρούσαν πως αναστατώνονται για ψύλλου πήδημα, και
“καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι”, για κάποιον που κορδώνεται και καμαρώνει υπερβολικά -σύμφωνα με την πιο αποδεκτή θεωρία, το γύφτικο σκεπάρνι, που έχει κυρτή λαβή, θυμίζει τη στάση που έχει όποιος κορδώνεται. Ωστόσο, δεν αποκλείω η αρχική μορφή της φράσης να ήταν “το καμαρώνει, σαν ο γύφτος το σκεπάρνι του”.

Μια άλλη φράση, που την έχει ο Παπαδιαμάντης, είναι το “γύφτικο μνημόσυνο” που βέβαια γίνεται με ξένα κόλλυβα, ενώ υπάρχει και η φράση “κρυώνει σαν γύφτος” που υποθέτω ότι οφείλεται κι αυτό στο επάγγελμα του σιδερά. Μαθημένος στη ζέστη του σιδεράδικου, ο σιδεράς τουρτουρίζει όταν βρεθεί μακριά της, περισσότερο από τους άλλους. Υπάρχει και η διάσημη αρχή του “Παιδιού που μετράει τ’ άστρα” του Λουντέμη, “Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος”, επειδή οι σιδεράδες φυσούσαν με το φυσερό τους. Ο Λουντέμης έχει γράψει πολύ συγκινητικές σελίδες για τους γύφτους, και όχι μόνο σ’ αυτό το μυθιστόρημα (δείτε κι ένα σύντομο αντιστασιακό του διήγημα, με βαρύ ιδιωματικό λεξιλόγιο). Αλλά ήταν η εξαίρεση, παρόλο που υπάρχει επίσης ο “Δωδεκάλογος του γύφτου” του Παλαμά, που το είδαμε παραπάνω, ή η “γύφτισσα τονε βύζαξε” του Ρασούλη. (Βρήκα στο Διαδίκτυο μια εργασία Οι γύφτοι στη νεοελληνική λογοτεχνία, κι αν κάνετε τον κόπο να πάτε ίσαμε τη σελ. 140 θα βρείτε το σύντομο διήγημα “Φυλετική αφύπνιση” του Μάριου Χάκκα).

Τις προάλλες, σε μια ιντερνετική κουβέντα για τους Τσιγγάνους, ήρθε η συζήτηση και στη λέξη ‘γύφτος’ και κάποιοι, εκφράζοντας ηχηρά την αντίθεσή τους στην πολιτική ορθότητα, επικαλέστηκαν ακριβώς τον Δωδεκάλογο του γύφτου (που ανάθεμα κι αν τον έχουν διαβάσει) σαν επιχείρημα για να μπορούν οι ίδιοι να αποκαλούν “γύφτους” τους Τσιγγάνους ή Ρομά. Κατά τη γνώμη μου, το επιχείρημα είναι έωλο -αν μη τι άλλο, δεν ζούμε στο 1900. Κανείς δεν λέει ότι θα μετονομάσουμε το αξεπέραστο ποίημα του Παλαμά σε “Δωδεκάλογο του Ρομά”, ούτε θα μιλάμε για “ρομά σκεπάρνι”, αλλά είναι εξίσου αναμφισβήτητο ότι η λέξη “γύφτος” έχει μειωτικό χαρακτήρα όταν χρησιμοποιείται για τους Ρομά/Τσιγγάνους και, εξαιτίας των μεταφορικών σημασιών που έχει πάρει, δεν σώζεται. Ούτε είναι επιχείρημα ότι κάποιες φορές οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι χρησιμοποιούν τον όρο “Γύφτοι” για τη φυλή τους -και οι μαύροι της Αμερικής χρησιμοποιούν το nigger μεταξύ τους, αλλά αν το πει άλλος θεωρείται, και δίκαια, ρατσιστικό.

Οπότε, εγώ τουλάχιστον το “Γύφτοι” το αποφεύγω. Η τρισχιλιετής μας έχει… εκατομμύρια άλλες λέξεις, δεν θα φτωχύνει αν αραιώσει η χρήση μίας λέξης.
via http://sarantakos.wordpress.com/2013/10/31/gypsy/#more-9906
Φωτό από το history-pages.blogspot.com

Διαβάστηκε 86 φορές