Αφού την αγοράσει, προσέρχεται στο χώρο στο πλάι του ναού, όπου την εναποθέτει αναμμένη σε μια επιμήκη κατασκευή την οποία επιβλέπει ένας υπάλληλος. Όσο οι λαμπάδες ανάβουν από τη μία -καθώς άνθρωποι που έρχονται από μακριά εύχονται για αρρώστους και αγάπημένους- σβήνουν από την άλλη, κι αυτό ασταμάτητα, το πλήθος δεν σταματάει, και πετιούνται με θόρυβο σε μια μεταλλική τρύπα στον τοίχο, μ' ένα θόρυβο σχεδόν εργοστασιακό, κλανγκ κλανγκ, για να πάνε, υποθέτω, για λιώσιμο.
Δεν ξέρω αν κάποιος θίχτηκε από μέσα του που γελάσαμε με τις «ώρες καταστημάτων». Το να αναφέρεται πάντως κανείς στη διάσημη εκκλησία του νησιού ως «κατάστημα» μόνο σύγχρονο δεν είναι και κάθε άλλο παρά ανήκει στον φίλο μας που το ξεστόμισε εκείνη τη στιγμή. Απεναντίας, ο ναός της Ευαγγελιστρίας ονομάζεται «κατάστημα» ή «ιερόν κατάστημα» τοπικά ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, προκαλώντας την κριτική ή και τι χλεύη λογίων και λαογράφων που αισθάνονται ότι κάτι τέτοιο προσβάλλει τη θρησκεία, όπως λόγου χάρη ο Γεώργιος Μαζαράκης, που καταγγέλλει τη «θρησκοκέρδεια» κι επιτίθεται σε όσους αγοράζουν «ανόητα και ακάθαρτα πράγματα» στο όνομα της Ευαγγελιστρίας, «μάλλον δ' ειπείν το "Καταστήματος", όπως εν Τήνω καλείται ο Ναός αυτής».
Η ονομασία αποτυπώνεται στο Διάταγμα του 1851, με το οποίο ο ναός ορίζεται ως «δημόσιο κατάστημα», κι εγκαταλείπεται μόνο με τη νομοθετική ρύθμιση του 1929 όταν εισάγεται η έννοια του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.
Η λατρεία της Ευαγγελιστρίας στην Τήνο είναι περίπλοκο φαινόμενο. Εξετάζοντας το, μπορούμε να αντιληφθούμε τη σχέση της θρησκείας με το εμπόριο, καθώς «καθαγιάζονται» τα υλικά μέσω της ιερότητας τους, την επίδραση της Εκκλησίας στην τοπική οικονομία και την εμπλοκή της με την κρατική πολιτική, αλλά και ένα πολύ σημαντικό μέρος της κατασκευή της ελληνικής εθνικής ταυτότητας.
ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ 01 ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ
Το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου (ΠΠΕΤ) συστάθηκε τον Ιανουάριο του 1825 με τη δημοσίευση της Διαθήκης των Κτητόρων κι Ιδρυτών του Προσκυνήματος. Οι Κτήτορες ήταν οι Σταματέλος Καγκαδή Γεώργιος Περίδης, Αντώνιος Καλλέργης και Χατζηγεώργιος Σιώτος, οι οποίοι με πρόεδρο τον μητροπολίτη Γαβριήλ διατέλεσαν πρώτοι Επίτροποι του ναού, καθότι επί των ημερών τους βρέθηκε η περίφημη -θαυματουργή σύμφωνα με την Εκκλησία- εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, γύρω από την οποία έχει οργανωθεί η λατρεία στην Τήνο. Αυτοί συνέστησαν τη διαθήκη του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας, ενώ η ελληνική πολιτεία ήδη από το 1835 χαρακτήρισε με πράξη της το ίδρυμα ως «προσκύνημα των απανταχού Ορθοδόξων» και το διέκρινε από άλλους ναούς.
Με το Βασιλικό Διάταγμα του 1851 που αναφέραμε πιο πάνω επιβεβαιώθηκε η αυτοτέλεια και το αυτοδιοίκητο του «ιερού καταστήματος», ενώ σήμερα το ίδρυμα έχει τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.
Το ίδρυμα διοικείται από δεκαμελή διοικούσα επιτροπή, η οποία προκύπτει από ένα είδος «εκλογών»: τους δέκα επιτρόπους επιλέγει τριανταπενταμελές εκλεκτορικό σώμα, που αποτελείται από τον δήμαρχο Τήνου και το δημοτικό συμβούλιο, τους πρόεδρους των τοπικών κοινοτήτων, καθώς και το επταμελές διοικητικό συμβούλιο της Αδελφότητας Τηνίων εν Αθήναις.
Η περιουσία του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας προέρχεται από τα αφιερώματα των πιστών που συρρέουν για να προσκυνήσουν την εικόνα στο ναό της Παναγίας της Τήνου.
Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ 0Ι ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΕ! ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Σήμερα δεν είναι εφικτό να δει κανείς την εικόνα της Ευαγγελιστρίας, σκεπασμένη καθώς είναι από τάματα, προσφορές κι αφιερώματα. Μπορεί μόνο να τη λατρέψει, δίχως να τη βλέπει. Και η διοίκηση του ναού μάλλον δεν πολυστενοχωριέται γι' αυτό. Ισως, αν μπορούσαν πιο πολλοί κοσμικοί μελετητές να εξετάσουν την περίφημη εικόνα, να απειλούνταν το αφήγημα στο οποίο στηρίζεται η αντίληψη της ιερότητας της.
Το αφήγημα αυτό, όπως το υποστηρίζει και το διαδίδει η Εκκλησία, είναι το εξής: Γεννημένη το 1752 στο χωριό Κάμπο της Τήνου, η Πελαγία μπήκε στο Μοναστήρι Κεχροβουνίου σε ηλικία 15 ετών. Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822, όταν η Πελαγία ήταν πλέον 73, είδε στον ύπνο της μα γυναίκα με φωτοστέφανο, η οποία της είπε ότι υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα και της ζήτησε όταν ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του μεταφέρει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το μέγαρο της, που ήταν θαμμένο στον αγρό του Αντώνη Δωξαρά. Όταν ξύπνησε η Πελαγία, ωστόσο, είχε αμφιβολίες και δεν είπε τίποτε σε κανέναν.
Την επόμενη Κυριακή, 16 Ιουλίου 1822, η γυναίκα εμφανίστηκε και πάλι στον ύπνο της Πελαγίας και της είπε τα ίδια, αλλά η Πελαγία πάλι είχε αμφιβολίες και πάλι δεν είπε τίποτε το πρωί. Η Πελαγία αποφάσισε να δράσει όταν για τρίτη Κυριακή στη σειρά, στις 23 Ιουλίου 1822, εμφανίστηκε πάλι στον ύπνο της η γυναίκα, για την οποία είχε πλέον πειστεί ότι ήταν η Παναγία. Πήγε λοιπόν στην Ηγουμένη της, η οποία επισκέφθηκε τον επίτροπο, κι αυτός με τη σειρά του τον μητροπολίτη της Τήνου Γαβριήλ.
Ο Αντώνης Δωξαράς, στον οποίο ανήκε ο επίμαχος αγρός, έλειπε στην Κωνσταντινούπολη και η γυναίκα του αρνήθηκε να δώσει άδεια να γίνουν ανασκαφές. Εκείνη τη νύχτα, λέει το εκκλησιαστικό αφήγημα, είδε στον ύπνο της έναν άγριο φουστανελοφόρο, ο οποίος την επέπληξε. Το πρωί, έδωσε την άδεια της. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 αλλά δεν έφερναν αποτέλεσμα. Τελικά, η Πελαγία ζήτησε την εκ νέου βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκάλυψε το ακριβές σημείο, όπου στις 30 Ιανουαρίου 1823, ο εργάτης Δημήτρης Βλάσσης χτύπησε την εικόνα της Ευαγγελιστρίας με την αξίνα του. Η Πελαγία ανακηρύχτηκε αγία το 1970 και η μνήμη της τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα του οράματος της.
Όπως συμβαίνει συνήθως, διάφορες ενοχλητικές λεπτομέρειες έχουν απαλειφθεί από το εκκλησιαστικό αφήγημα. Κατά την Εκκλησία, λόγου χάρη, σημαντικό ρόλο στο αφήγημα της εύρεσης παίζει η «πανώλη», η οποία πλήττει το νησί.
Η επιδημία ερμηνεύεται ως θεία τιμωρία για την καθυστέρηση να βρεθεί η εικόνα και σταματά με την εύρεση της, γεγονός που συμπίπτει πράγματι με μια ύφεση της επιδημίας τον Ιανουάριο του 1823, τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν όμως ότι η επιδημία χολέρας επανέκαμψε και διήρκεσε ως τον Ιούλιο του 1823, ένα χρόνο αργότερα.
Ή, πάλι, ενώ η εφημερίδα Τήνος αναγγέλλει, στις 31 Δεκεμβρίου του 1877, το θάνατο του Δημητρίου Βλάσση, «όστις εργάτης ων, την 30ή Ιανουαρίου 1823 ανεύρε την ενταύθα θαυματουργόν εικόνα της Ευαγγελιστρίας», υπάρχουν εκκλησιαστικά φυλλάδια που υποστηρίζουν ότι την εικόνα βρήκε ένας άλλος εργάτης, ο Εμμανουήλ Μάτσας ή Σπανός, κι άλλες πηγές προτείνουν έναν τρίτο, ονόματι Περλάκια. Ή, ακόμη, σημαντικές αμφιβολίες έχουν διατυπωθεί για το κατά πόσο η περίφημη εικόνα αντιπροσωπεύει όντως το ορθόδοξο δόγμα, καθότι από το αντίγραφο χαρακτικό της μοιάζει δυτικότροπη και όχι βυζαντινή. Και, τέλος, το αντίγραφο αυτό δεν συμφωνεί με την άλλη απεικόνιση της ιερής εικόνας, που κάνει την εμφάνιση της στην αναπαράσταση της Αγίας Πελαγίας, η οποία την κρατά στο χέρι, αν και μοιάζει κι αυτό δυτικότροπο και όχι βυζαντινό. (Πρόσβαση, σε κάθε περίπτωση, στην εικόνα, ώστε να μελετηθεί, δεν υπάρχει.)
Η ΤΗΝΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
Η σχέση της εύρεσης της εικόνας με την Επανάσταση του 1821 είναι φανερή. Ανακαλύπτεται έναν περίπου χρόνο μετά την κήρυξη της επανάστασης, γεγονός που η Εκκλησία τονίζει υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για «καλό οιωνό».
Η εμφάνιση μάλιστα του άγριου φουστανελοφόρου στον ύπνο της γυναίκας του Δωξαρά λειτουργεί συνδέοντας την ιερότητα της θρησκείας με τις τύχες του υπό αφύπνιση Έθνους. Αργότερα, ο Θεόδωρος Κολωκοτρώνης θα επικυρώσει εμβληματικά τη σχέση αυτή προσκυνώντας την εικόνα και προσφέροντας το δαχτυλίδι του. Οι συμβολισμοί ενισχύονται από τα κειμήλια που φυλάσσει το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας, όπως η χάρτα του Ρήγα και η εικόνα από τη ναυαρχίδα του Κωνσταντίνου Κανάρη.
Πολύ περισσότερο όμως από την προσπάθεια των επαναστατημένων με τη στενή έννοια, η αναγόρευση της Τήνου σε «ιερό τόπο» έρχεται να υποστηρίξει έναν νέο εθνικισμό, την κατασκευή μιας νέας εθνικής ταυτότητας, ικανής να διεκδικήσει ένα νέο εθνικό κράτος: Οι 'Ελληνες, σύμφωνα με αυτό τον εθνικισμό, είναι ο λαός που επί χιλιάδες χρόνια ενδημεί σε αυτήν τη γη, απευθείας απόγονος των αρχαίων Ελλήνων, γεγονός που τεκμαίρεται αν εξετάσει κανείς τις θρησκευτικές πρακτικές τους και τους τόπους τους.
Τώρα, από πού προκύπτει ότι αν εξετάσει κανείς τη χριστιανική λατρεία των Ελλήνων -και δη των Τηνίων- του 19ου αιώνα, θα ανακαλύψει την αδιάκοπη συνέχεια ενός «έθνους» από την εποχή του Ομήρου, αποτελεί ένα εύλογο ερώτημα. Κι όμως, αυτό ακριβώς επιχειρείται: Η Ορθόδοξη Εκκλησία χρίζεται, σε σχέση αλληλοεξάρτησης με την πολιτική εξουσία, τόσο την προεπαναστατική σε τοπικό επίπεδο όσο και το μετεπαναστατικό κράτος, ενός είδους «σκέπη» για το ιστορικό Έθνος των Ελλήνων. Η παραδοξότητα του να εμφανίζεται η Ορθόδοξη Εκκλησία ως θεματοφύλακας της συνέχειας ενός ελληνικού εθνικού πολιτισμού -ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- από την αρχαιότητα και ένθεν, υιοθετείται ως αυταπόδεικτο γεγονός και συνιστά τον ιδεολογικό θεμέλιο λίθο της νεότερης Ελλάδας.
Η Τήνος -και η θαυματουργή εικόνα της- πρωτοστατεί σε αυτήν τη διαδικασία: «Η Τήνος αντικατέστησε την Δήλον...» γράφει ο Αγγελος Τανάγρας. «Απέθαναν οι παλαιοί θεοί! Κάτω από τον ουρανόν της παλαιάς λατρείας, βωμοί εκρημνίσθησαν και βωμοί ανηγέρθησαν, ναοί ηρειπώθησαν και ναοί ανεκτίσθησαν, η πίστις όμως έμεινεν η ιδία...».
Ο άγγλος περιηγητής Τζέιμς Θίοντορ Μπεντ επισημαίνει: «Όσοι υποστήριζαν τη σλαβική καταγωγή των νεότερων Ελλήνων, καλό θα ήταν να περάσουν την εορταστική εβδομάδα στην Τήνο, όπου θα πείθονταν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Έλληνας που πηγαίνει σήμερα στην Τήνο είναι απευθείας απόγονος του 'Ελληνα που πήγαινε στη γειτονική Δήλο για να λατρέψει τους θεούς του πριν από δυο χιλιάδες χρόνια...»
Ο τήνιος ακαδημαϊκός Μάρκος Σιώτος θεωρεί ότι η Τήνος «εχαρακτηρίζετο ανέκαθεν ως νήσος ιερά» και ότι η ιερότητα αυτή «είχεν ανέκαθεν τον διττόν αυτής χαρακτήρα, ήτοι τον εθνικόν άμα και τον θρησκευτικόν».
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης ονομάζει την Τήνο «συνεντευκτήριον των από πάσης γης Ελλήνων». Και σε φυλλάδιο του ίδιου του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας απαντάται ο απίθανος συνδυασμός να περιγράφεται η Τήνος ως «νέα Ιερουσαλήμ του εκλεκτού λαού του Κυρίου» και ταυτόχρονα «νήσος ιερά, ως πάλαι ποτέ η γείτων αυτής Δήλος».
ΛΑΪΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
Πασίγνωστη είναι, τουλάχιστον από τη διδακτική ύλη των ελληνικών σχολείων, η βύθιση της Έλλης, του ελληνικού καταδρομικού, ή «ευδρόμου» κατά την ορολογία της εποχής, από τους Ιταλούς στο λιμάνι της Τήνου τον Δεκαπενταύγουστο του 1940.
Αυτό που ίσως είναι λιγότερο γνωστό είναι πως η παρουσία της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου δεν ήταν ασυνήθιστη ούτε αποτελούσε μέρος στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η Έλλη δεν εκτελούσε πλέον χρέη καταδρομικού αλλά ναρκοθετικού πλοίου, βρισκόταν ωστόσο στην Τήνο για να αποδώσει τιμές στην ιερή εικόνα. Από το τέλος του 19ου αιώνα, κάθε χρόνο ένα πολεμικό πλοίο στέλνεται να αποδώσει τιμές στην Παναγία της Τήνου, γεγονός που εμβληματοποιεί τις άρρηκτες σχέσεις θρησκείας και πολιτικής.
«Κάθε χρόνον» γράφει η εφημερίδα Εστία μία μέρα μετά τη βύθιση της 'Ελλης «[το ελληνικό κράτος] στέλλει ένα πολεμικόν πλοίον, του οποίου τα τηλεβόλα, εξαγνιζόμενα διά τον φονικόν των προορισμόν, θα χαιρετήσουν την εικόνα της Θεομήτορος με τας τιμητικάς των βολάς».
Η βύθιση της'Ελλης αποτελεί συμβολική στιγμή για την έναρξη, μετά από λίγο, του αγώνα των Ελλήνων στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και το εθνικοθρησκευτικό ιδεολόγημα σπεύδει για άλλη μια φορά να επικυρώσει τον ρόλο της ορθοδοξίας ως σκέπης του 'Εθνους: σε πολλές πηγές γίνεται λόγος για «ανάσταση» της Έλλης και «ασέβεια» των Ιταλών που «ύβρισαν» την Παναγία, ενώ γίνεται φυσικά και επίκληση στη συνέχεια του Έθνους με τον παραλληλισμό της Θεοτόκου με τη θεά Αθηνά και της Τήνου με τη Δήλο.
Στις τρέχουσες συζητήσεις περί διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη επαρκώς το βάθος της εμπλοκής του ενός και του άλλου στο πλαίσιο της νεοελληνικής ιδεολογίας. Όχι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία κατέστη θεματοφύλακας του «ελληνισμού», αλλά από πολύ νωρίς έγινε επίκληση σε πολιτικές εξουσίες να εγγυηθούν και να διαφυλάξουν την ορθοδοξία. Οι δύο αυτοί παράγοντες αλληλοεξαρτώνται - η δε Τήνος αποτελεί για τη νεότερη Ελλάδα το σύμβολο αυτής της αλληλοεξάρτησης.
Ένας λόγος είναι ότι η Τήνος έχει εξ αρχής ισχυρή πολιτική αποστολή: όπως υπονοεί ο Κονδυλάκης με το «συνεντευκτήριον των από πάσης γης Ελλήνων», αποτελεί τόπο συνάντησης των Ελλήνων του νεοσύστατου κράτους με όσους ζουν ακόμη εκτός επικράτειας - το δε κοινό που μοιράζονται δεν είναι φυσικά το κράτος αλλά η πίστη. Ακόμη περισσότερο, όμως, είναι τέτοιος ο σχεδιασμός -ακόμη και ο συμβολισμός- από την αρχή: ας μην ξεχνάμε ότι η Παναγία έδωσε εντολή στην Πελαγία να αναφέρει την επιθυμία της σε έναν λαϊκό, όχι σε έναν ιερέα.
Πρώτος αποδέκτης του θείου μηνύματος είναι ο Σταματέλος Καγκάδης, επίτροπος του Μοναστηριού του Κεχροβουνίου και μετά Κτήτορας κι επίτροπος του Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας. Ο μητροπολίτης Γαβριήλ είναι ο αμέσως επόμενος. Κοντά λοιπόν στη διοικητική αυτοτέλεια που φαίνεται να διεκδικεί εξαρχής το Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας, μοιάζει να υπάρχει και η πρόθεση αλληλοστήριξης μεταξύ λαϊκών αρχών και θρησκευτικής ιεραρχίας. Τη σύμπραξη «λαού» και Εκκλησίας την έχει άλλωστε επιλέξει η ίδια η Θεοτόκος.
Θα υπάρξει συνέχεια στο επόμενο τεύχος του περιοδικού
http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2013/08/1.html