Το έτος 1917 στην ανθρωπότητα ολόκληρη συμβαίνουν κοσμοϊστορικές αλλαγές. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη, και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποφασίζουν να συμμετάσχουν σ’ αυτόν. Στη Ρωσία, ξεσπά η Επανάσταση των μπολσεβίκων, που θα αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας. Στο Παρίσι πάλι, έχουν άλλες σκοτούρες, μια και για πρώτη φορά επιβάλλεται φορολογία εισοδήματος, ενώ εκτελείται η περιβόητη διπλή πράκτωρ Μάτα Χάρι. Την ίδια χρονιά, στην Αγία Ευφημία της Πυλάρου, κάνει την εμφάνισή του για πρώτη φορά ένα αυτοκίνητο! Ένα στρατιωτικό όχημα των γαλλικών δυνάμεων που έχουν αποκλείσει την Κεφαλονιά, που είχε επιλέξει να ταχθεί στο πλευρό του Βενιζέλου στην κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο του Εθνικού διχασμού.
Η Σωτηρούλα Γονατά – Μουστάκη, στο βιβλίο της «Αμαξάδες και φορτάκηδες» που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αγίας Ευφημίας «Το Φανάρι», και που είναι η αφορμή για την αποψινή μας συνάντηση, μας μεταφέρει την ιδιαίτερα συγκινητική περιγραφή ενός πυλαρινού που αντίκρισε αυτό το θαύμα της τεχνολογίας που για πρώτη φορά πάτησε πυλαρινό έδαφος. Το μηχανοκίνητο όχημα που σήκωνε πολλή σκόνη και άφηνε ένα πρωτόγνωρο για τα αυτιά των ντόπιων μουγκρητό σήμαινε την αρχή μιας νέας εποχής για την περιοχή. Μιας εποχής, που μας ξετυλίγει με το βιβλίο της η κυρία Μουστάκη, με όπλο τις αφηγήσεις, τις αναμνήσεις, και παλιές φωτογραφίες, φυλαγμένες με λαχτάρα σε πυλαρινά συρτάρια, αναμνήσεις και φωτογραφίες που επιβίωσαν πολέμων, σεισμών, μεταναστεύσεων. Της εποχής των αμαξάδων και των φορτάκηδων.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, η Πύλαρος ήταν μια terra incognita, μια ανεξερεύνητη περιοχή στην τοπική βιβλιογραφία. Πέρα από βασικά ιστορικά γεγονότα, ελάχιστα είχαν γραφτεί και ελάχιστα είχαν διασωθεί για το κομμάτι αυτό της Κεφαλονιάς, όπως άλλωστε συμβαίνει και με άλλες λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές του νησιού. Η έλλειψη τοπικού τύπου είχε αποθαρρύνει τους ερευνητές από την ενασχόληση με αυτό που λέμε «μικροϊστορία» του τόπου, με την καθημερινότητα των ανθρώπων, τις συνήθειες, τις δυσκολίες και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής της περιοχής. Μοναδική δυνητική πηγή πληροφοριών για την τοπική ιστορία ήταν και εξακολουθούν να παραμένουν οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων, και οι φωτογραφικές αποτυπώσεις της ζωής. Και τα δύο σπανίζουν. Το πρώτο, επειδή οι «παλαιοί» πυλαρινοί μοιραία λιγοστεύουν (και έχουν φύγει πάρα πολλοί που δεν πρόλαβαν να μας εκμυστηρευθούν τις αναμνήσεις τους) και το δεύτερο σπανίζει επίσης επειδή οι συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν τη λήψη πολλών φωτογραφιών. Στα χωριά, αντίθετα με την πρωτεύουσα, το να βγάλεις φωτογραφία αποτελούσε πολυτέλεια. Έπρεπε να έρθει ο φωτογράφος από την πόλη, να έχει προκύψει η κατάλληλη περίσταση (γάμος, βαφτίσι, πανηγύρι, απονομή συντάξεων) να φορέσεις τα καλά σου και να ποζάρεις. Πόσες τέτοιες στιγμές μπορεί να αποτυπώθηκαν;
Ευτυχώς, σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η Πύλαρος διαθέτει πια (για τους ιστορικούς του μέλλοντος) τοπικό τύπο, με τα «Πυλαρινά Νέα» και την «Βοή της Πυλάρου» των αποδήμων πυλαρινών, αλλά και Δημοτική Βιβλιοθήκη, που μπορεί να αποτελέσει έναν πυρήνα έρευνας και μελέτης της τοπικής Ιστορίας, ενώ με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένουμε όλοι στο τέλος του καλοκαιριού το Συνέδριο για την Ιστορία της Πυλάρου, που θα φωτίσει πολλές πτυχές αυτής της μέχρι τώρα άγνωστης περιοχής. Επιπλέον, ήδη υπάρχει μια στοιχειώδης βιβλιογραφία για την περιοχή, στην οποία η κυρία Γονατά – Μουστάκη έχει συντελέσει αποφασιστικά με τα βιβλία της («Καλοστρατιά», «Πυλαρινές Εικόνες» και «Πυλαρινή τυροκομία»), όλα αφιερωμένα στην κοινωνική μικροϊστορία της Πυλάρου), βιβλία που έφεραν και τη βράβευσή της με έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών.
Σ’ αυτή τη σειρά των δημοσιευμάτων της κυρίας Γονατά – Μουστάκη έρχονται να προστεθούν και οι «Αμαξάδες και φορτάκηδες», ένα βιβλίο που η συγγραφέας συνέθεσε, έχω την αίσθηση, σ’ ένα κλίμα ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης, μια και η ίδια προέρχεται από οικογένεια οδηγών. Έχοντας ζήσει από κοντά τις ηρωϊκές εποχές των «σωφέρηδων» της Πυλάρου, στα χρόνια μετά τους σεισμούς του 1953, η συγγραφέας μάς μεταφέρει αναμνήσεις δικές της και μαρτυρίες παλαιοτέρων, συνοδευόμενες από ιστορικά στοιχεία και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, από μια αποχή που, σήμερα φαντάζει πολύ μακρινή, αλλά οι παλιότερες γενιές την έχουν ζήσει από πρώτο χέρι.
Με αυτά τα εφόδια και με ύφος ανάλαφρο και διασκεδαστικό, που δεν αποστερεί το κείμενό της από την εγκυρότητα πληροφοριών, η συγγραφέας μας ταξιδεύει, με καροτσίνα, άμαξες, σούστες και φορτάκια, σε μια εποχή που οι δρόμοι δεν είχαν άσφαλτο, διαχωριστικές γραμμές και προστατευτικά, που τα αυτοκίνητα ήταν τόσο σπάνια, όπως η ίδια λέει, που η μυρωδιά της βενζίνης ήταν μεθυστική, που τα αυτοκίνητα δούλευαν με μανιβέλες, μούγκριζαν, δεν είχαν αερόσακο και ABS, και που ήθελαν νερό στο ψυγείο τους, και θρούμπες όταν τα έπιανε λάστιχο. Μια εποχή που δεν υπήρχε ΚΤΕΛ και συγκοινωνίες, και που οι οδηγοί ήταν εξίσου δημοφιλείς με τους αστέρες τους ραδιοφώνου: τους ήξερε όλο το νησί: τη φωνή τους, το θόρυβο από τη Ford ή τη Chevrolet τους, την κόρνα τους.
Μέχρι να φτάσουμε βέβαια στα αυτοκίνητα, για αιώνες, χιλιετίες ολόκληρες, οι κεφαλονίτες, όπως και όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη, χρησιμοποιούσαν κάρα, με άλογα ή μουλάρια. Οι πυλαρινοί δεν αποτελούσαν εξαίρεση, καθώς η ανάγκη για επαφή με την πρωτεύουσα, αλλά και με άλλα σημεία του νησιού ήταν επιτακτική. Στην πρωτεύουσα υπήρχαν οι υποδομές υγείας, τα δευτεροβάθμια σχολεία, αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες, αλλά έκδηλη ήταν η ανάγκη για μεταφορά εμπορευμάτων από και προς άλλα σημεία του νησιού. Η θέση άλλωστε της Πυλάρου (στο κέντρο του νησιού) την καθιστούσε διαμετακομιστικό σταθμό για όλες αυτές τις συναλλαγές. Η συγγραφέας αναφέρεται με ονόματα και ιστορικά στοιχεία στην εποχή του κάρου και της άμαξας, όταν το ταξίδι προς την πρωτεύουσα δεν ήταν υπόθεση ρουτίνας αλλά απόφαση που συχνά απαιτούσε μέρες προετοιμασίας.
Κι από την εποχή του κάρου και την αργή κίνηση των καροτσίνων και των αμαξών με τις πραμάτειες και τους επιβάτες τους περνάμε στην εποχή του αυτοκινήτου, που φαίνεται να μπαίνει για τα καλά στην Πύλαρο από τη δεκαετία του 1920. Οι πυλαρινοί επαγγελματίες οδηγοί από την πρώτη κιόλας δεκαετία και για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες ακόμη είναι πολλοί – η συγγραφέας παραθέτει αναλυτικά στοιχεία, αλλά και, χαρακτηριστικά σπαρταριστά αποσπάσματα από τα δρομολόγια που κρατούσαν ώρες μέσα σε σκονισμένους στενούς και απόκρημνους δρόμους και με αυτοκίνητα γεμάτα επιβάτες – κυριολεκτικά γεμάτα: άλλους στο φτερό, άλλους στη σχάρα, τοποθετημένους αριστοτεχνικά από τον οδηγό ώστε να χωρέσουν όλοι. Σταθμοί των αυτοκινήτων από την Πύλαρο τα καφενεία των χωριών, όπου γίνεται και η επιβίβαση των πελατών – ο συναγωνισμός μεταξύ των οδηγών είναι έκδηλος αλλά ευγενής – και το ταξίδι στην πρωτεύουσα, τον Άγιο ή όπου αλλού (αν και το «αγκαζέ» ήταν σχετικώς πολυτελές για το χωριάτικο πορτοφόλι) είναι μια μικρή περιπέτεια.
Η συνάθροιση των επιβατών στα καφενεία και τα αυτοκίνητα είναι μια κοινωνική συναναστροφή που δημιουργεί νέες ευκαιρίες επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων των χωριών, σε μια εποχή που τα τηλέφωνα είναι ελάχιστα. Ο οδηγός δεν είναι απλά ο μεταφορέας επιβατών. Είναι και ο παραγγελιοδόχος που θα φέρει από την πρωτεύουσα εφημερίδες, φάρμακα ή ο,τιδήποτε άλλο, συχνά χωρίς αντίτιμο. Είναι αυτός που θα μεταφέρει τα νέα της πρωτεύουσας στο μικρό χωριό. Είναι αυτός που ακόμη και γράμματα θα κουβαλήσει εκεί που Δε φτάνει το ταχυδρομείο. Είναι αυτός που θα πάει τον άρρωστο στο νοσοκομείο ή τη γυναίκα στο μαιευτήριο εκεί που δεν φτάνει ή δεν υπάρχει ασθενοφόρο (ο ομιλών παραλίγο να γεννηθεί μέσα στο τρίκυκλο που μετέφερε την μητέρα του από τον Αγκώνα στο Αργοστόλι). Ο οδηγός είναι αυτός που θα πάει τους πιστούς να προσκυνήσουν στον Άγιο Γεράσιμο, αυτός που θα φέρει το γιατρό στο χωριό, αυτός που θα κουβαλήσει τον ειρηνοδίκη για να λύσει τις διαφορές, που θα φέρει το δάσκαλο για πρώτη φορά στο χωριό, αλλά και τον Νομάρχη ή τον Επιθεωρητή των σχολείων ή κάποιον άλλο επίσημο. Ο οδηγός θα φέρει και τον παπά από το διπλανό χωριό για να τελέσει το γάμο, θα κουβαλήσει και τους νεόνυμφους από την εκκλησιά στο σπίτι. Ο οδηγός θα φέρει και τους επισκέπτες που έρχονται με τα πλοία, το φαντάρο που γυρίζει από τη θητεία, το σπουδαστή που έρχεται διακοπές, τη θεία από την Αμερική που έρχεται για πρώτη φορά με τα δώρα της στο χωριό.
Ο οδηγός, ο «σωφέρης», είναι εκεί σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, είναι ο μοχλός επικοινωνίας της μικρής, κλειστής κοινωνίας του χωριού με τις άλλες μικρές, κλειστές κοινωνίες, αλλά και με την κοινωνία της πόλης. Είναι ο συνδετικός κρίκος του χωριού με τον έξω κόσμο σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Είναι εκείνος που σε μια στατική από τη φύση και τη λειτουργία της κοινωνική μονάδα δημιουργεί μια δυναμική, μια κίνηση προς τα μέσα και τα έξω. Αν ξεπεράσουμε τη σημερινή εικόνα που έχουν τα χωριά μας, όπου ο κοινωνικός ιστός είναι από σχετικά έως πολύ χαλαρός και δούμε το ρόλο των οδηγών στο κοινωνικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής, με τις μεγάλες δυσκολίες που είχαν συσσωρεύσει οι πόλεμοι, οι σεισμοί, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, η μεγάλη φτώχεια που είχε ακολουθήσει τους σεισμούς, διαπιστώνουμε ότι οι οδηγοί υποκαθιστούσαν όχι μόνο όλα τα μέσα συγκοινωνίας που έχουμε σήμερα, αλλά και όλα τα μέσα επικοινωνίας. Δεν ήταν απλοί θεληματάρηδες – ήταν αυτοί που ανανέωναν τους ρυθμούς των τοπικών κοινωνιών που κινούνταν αργά, που φοβούνταν, που ήταν κουμπωμένες απέναντι στο άγνωστο. Ήταν αυτοί που έφερναν τους κατοίκους σε επαφή με το άγνωστο, την πόλη ή το διπλανό χωριό, αλλά και αυτοί που έφερναν το καινούριο μέσα στο χωριό τους (είτε αυτό ήταν η προχθεσινή εφημερίδα είτε μια όμορφη δασκάλα). Αν κάθε κεφαλονίτικο χωριό από την εποχή του Μεσοπολέμου ως τα πρώτα χρόνια μετά τους σεισμούς θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μια παλλόμενη καρδιά, οι οδηγοί ήταν οι βηματοδότες αυτής της καρδιάς.
Η συγγραφέας αναφέρεται επίσης λεπτομερώς στους ιδιοκτήτες τρικύκλων και φορτηγών, που έκαναν αρκετά αργότερα την εμφάνισή τους στην Πύλαρο και την Κεφαλονιά γενικότερα, και, αφού παραθέσει πλούσιο φωτογραφικό υλικό από όλους σχεδόν τους πυλαρινούς «φορτάκηδες», μας περνάει στην καινούρια εποχή, αυτή των λεωφορείων, που πρωτοεμφανίζονται το 1948 και οργανώνονται σε ΚΤΕΛ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε ότι η εποχή των φορτάκηδων τελείωσε με την εμφάνιση των λεωφορείων. Τα λεωφορεία ήταν μια εξέλιξη των παλιών αυτοκινήτων – και πολλοί σωφέρηδες απέκτησαν λεωφορεία, τα οποία έκαναν πια και δρομολόγια προς την πιο μεγάλη πρωτεύουσα, την Αθήνα. Τα πρώτα λεωφορεία, που εξαπλώθηκαν παράλληλα με τη βελτίωση του οδικού δικτύου στην Κεφαλονιά, ήταν ουσιαστικά οι πιο άνετες εκδοχές των ηρωϊκών Φορντ της παλιάς φουρνιάς. Οι θέσεις ήταν περισσότερες – περισσότερη είναι και η δεξιοτεχνία των οδηγών που απαιτείτο, καθώς η Πύλαρος περιβάλλεται πανταχόθεν από στροφές. Οι Πυλαρινοί διέπρεψαν και σε αυτόν τον κλάδο – ωστόσο το ψωμί των αυτοκινητιστών δεν κόπηκε τελείως, μια και τα δρομολόγια ήταν στην αρχή λίγα – τα λεωφορεία δεν μπορούσαν να φτάσουν παντού. Μέχρι και πριν από δεκαπέντε-είκοσι χρόνια οι οδηγοί των λεωφορείων ήταν εξίσου γνωστοί και δημοφιλείς με τους παλιούς «φορτάκηδες». Ακόμη και σήμερα, που τα θορυβώδη 32άρια έχουν αντικατασταθεί με πολυτελή πούλμαν και η συντριπτική πλειοψηφία των κεφαλονιτών διαθέτει τουλάχιστον ένα Ι.Χ., οι οδηγοί των λεωφορείων είναι αναγνωρίσιμοι και επώνυμοι – μόνο που οι εποχές έχουν πια αλλάξει...
Η Σωτηρούλα Γονατά – Μουστάκη, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, έλαβε υπόψιν της αυτό το τελευταίο – ότι οι καιροί έχουν πια αλλάξει, και γι’ αυτό στο βιβλίο της δεν περιορίστηκε στην απλή παράθεση στοιχείων για τους οδηγούς της εποχής – η αναλυτική παράθεση ονομάτων και στοιχείων ωστόσο είναι χρήσιμο εργαλείο για όσους θα μελετήσουν την ιστορία του τριτογενούς τομέα αυτού της παροχής υπηρεσιών, στον τόπο μας στην πορεία του 20ού αιώνα. Αυτό που η συγγραφέας θέλησε να αποτυπώσει και να διασώσει είναι το άρωμα μιας εποχής που οι νεότερες γενιές δεν πρόκειται να ξαναζήσουν. Μιας εποχής της αθωότητας (μέσα σ’ έναν κόσμο όπου συνέβαιναν φοβερά πράγματα). Αυτής της αθωότητας που πηγάζει από τη χαρά ενός παιδιού για το πρώτο ταξίδι στ’ Αργοστόλι, του δέους που ένιωθαν οι επιβάτες απέναντι στον οδηγό για τις μανούβρες του και τον τρόπο με τον οποίο επισκεύαζε περισσότερο ή λιγότερο πρόχειρα το αμάξι του, από τις ατέλειωτες πλάκες και αστεία περιστατικά που με γλαφυρό και χαριτωμένο τρόπο περιγράφει στο τέλος του βιβλίου, περιστατικά που δεν μπορείς να τα ζήσεις σήμερα με τα ρυθμιζόμενα καθίσματα, το air-condition και τους άλλους αυτοματισμούς ενός μοντέρνου αυτοκινήτου. Το κεφάλαιο «αστεία γεγονότα» με το οποίο ουσιαστικά κλείνει τη μελέτη της, είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να πάρουν χρώμα όλες οι υπέροχες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που έχει παραθέσει. Να πάρουν το χρώμα της ζωής – να χωρέσουν και να ξαναβαφτιστούν εκεί απ’ όπου πραγματικά προέρχονται: Στους σκληρούς καιρούς της μεσοπολεμικής και πρώτης μετασεισμικής περιόδου – στη σκόνη των δρόμων ανακατεμένη με τη μυρωδιά του φασκόμηλου και της ρίγανης και της βενζίνης, στο θόρυβο της μανιβέλας και του παλιού κινητήρα ανακατεμένο με τα στιχάκια του «Λαγού», τους ψίθυρους μεταξύ των επιβατών, τα κορναρίσματα λίγο πριν μπούμε στο επόμενο χωριό, για να ετοιμάζονται οι αναμένοντες στα καφενεία. Οι αφηγήσεις των απλών ανθρώπων της εποχής και το κείμενο της κ. Διονυσίας Πουλάκη – Κατεβάτη δεν επιχειρούν να ωραιοποιήσουν μια εποχή που το ταξίδι στην πόλη ήταν μια μικρή περιπέτεια. Παρουσιάζουν μια εποχή όπου η ίδια η ζωή ήταν μια μικρή (και καμμιά φορά μεγάλη) περιπέτεια, και που οι άνθρωποι, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ήξεραν να χαίρονται κάποιες στιγμές που εμείς θεωρούμε μικρές - και είναι μικρές, αλλά εκεί, στα μικρά πράγματα κρύβονται οι μεγάλες χαρές.
Πίσω από τα γνωστά και άγνωστά μας πρόσωπα εκείνης της εποχής που ποζάρουν καμαρωτά μπροστά στα «Φορτάκια» κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος – ο κόσμος των πατεράδων και των παππούδων μας που εμείς δεν προλάβαμε, ή προλάβαμε ελάχιστα, να ζήσουμε. Ένας κόσμος όχι εξιδανικευμένος και βυθισμένος στην απόλυτη ευτυχία. Ένας κόσμος που, σαν τους πυλαρινούς δρόμους εκείνης της εποχής είχε πολλές και κακές στροφές, γκρεμούς και πέτρες που έσκιζαν τα λάστιχα στο λεπτό. Αυτός ο κόσμος όμως, έτσι όπως με την ευαίσθητη πένα της μας τον ζωγράφισε η κ. Γονατά – Μουστάκη, είχε και κάτι άλλο σε περίσσεια: Αυτό που διαθέτει σε περίσσεια και τούτο το βιβλίο: Αισθήματα, κεραίες ψυχής, που μπορούσαν να αντιληφθούν, να εκτιμήσουν, να χαρούν μια εκδρομή. Ένα ταξίδι με «φορτάκι». Με τον αέρα στο πρόσωπό σου, κι ας κάθεσαι πάνω στο φτερό. Με την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά, κι ας είσαι στριμωγμένος. Με τη σκέψη σου στο ταξίδι. Ένα ταξίδι, που, όπως διάβαζε κανείς στο πίσω τζάμι ενός παλιού λεωφορείου «ζω με περιέργεια να δω το τέλος».
Ηλίας Α. Τουμασάτος