ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ


Τρίτη, 13 Αυγούστου 2013 07:20

Η καλύβα της Γαλάτειας

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)


Μια φράση που έχουμε για να δείξουμε τον απόλυτο έρωτα, όταν κάποιος αρνείται πλούτη και δόξες αρκεί να βρίσκεται μαζί με το αγαπημένο του πρόσωπο, είναι “την Γαλάτειαν και μίαν καλύβην”. Η φράση έχει γίνει παροιμιώδης, κι αν γκουγκλίσετε το “και μίαν καλύβην” ή το δημοτικότερο “και μια καλύβα” θα δείτε διάφορες παραλλαγές. Στη βάση εννοιών της Λέξιγκραμ, η φράση υπάρχει στην κατηγορία “βούληση”, υποκατηγορία “μόνο αυτό θέλω”, μαζί με την άλλη, πολύ κοινότερη, “και ξερό ψωμί”, όπως λέμε ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί -κι άλλες πολλές παραλλαγές.

Θέλω λοιπόν μόνο τη Γαλάτεια, αλλά πώς βγήκε η φράση; Διότι, παρά την καθαρευουσιάνικη διατύπωση, δεν είναι αρχαίο ρητό, όπως είδα κάπου στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για μια φράση που, πράγμα σπάνιο, ξέρουμε από ποιον γεννήθηκε. Την είπε, ή μάλλον την έγραψε, ο Νίκος Καζαντζάκης, νεαρός τότε και ερωτευμένος με τη Γαλάτεια Αλεξίου, στο Ηράκλειο της ακόμα αυτόνομης Κρήτης, γύρω στο 1908. Τις λεπτομέρειες δεν τις θυμάμαι καλά, και γράφω μακριά από τα κιτάπια μου, αλλά καθώς απαντούσε στις ερωτήσεις του λευκώματος ενός συμμαθητή του, κάτι που ήταν πολύ αγαπημένη ασχολία των νέων της εποχής, φτάνοντας στην ερώτηση “Τι επιθυμείτε από την ζωήν;” (ή κάπως έτσι), απάντησε: “Την Γαλάτειαν και μίαν καλύβην”. Δεν ήταν μεγάλη πόλη το Ηράκλειο, όλοι κατάλαβαν ποιαν εννοούσε, δεν το κρατούσε άλλωστε και μυστικό. Την απέκτησε αργότερα τη Γαλάτεια, αλλά όπως ξέρουμε δεν έμειναν μαζί.

Τη φράση του Καζαντζάκη, που έγινε παροιμιώδης, την πήρε αργότερα ο Εγγονόπουλος, και από σύζευξη τη μετάτρεψε σε δίλημμα, στο οποίο έδωσε απάντηση:

την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

(Από το Γλωσσάριο των ανθέων).

Όλα καλά, αλλά η ιστορία δεν σταματάει εδώ. Η απάντηση του Καζαντζάκη στο λεύκωμα ήταν τάχα ξεκάρφωτη, απλή εκδήλωση του έρωτά του ή την εμπνεύστηκε από κάπου αλλού;

Ξέρουμε ότι το όνομα της Γαλάτειας είναι διάσημο από την ιστορία του Πυγμαλίωνα, ενός Κύπριου γλύπτη, που έφτιαξε μια μέρα ένα γυναικείο άγαλμα από ελεφαντόδοντο, τόσο όμορφο που το ερωτεύτηκε -και η Αφροδίτη τού έκανε τη χάρη να ζωντανέψει το άγαλμα, οπότε παντρεύτηκαν και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Την ιστορία την αφηγείται ο Οβίδιος στο 10ο βιβλίο των  Μεταμορφώσεων, αλλά το θέμα αυτό το έχουν χρησιμοποιήσει και πολλοί άλλοι μέσα στους αιώνες -πρόχειρα θυμόμαστε τον Πινόκιο. Πυγμαλίων λέγεται και μια κωμωδία του Τζορτζ Μπέρναρ Σόου, όπου ένας καθηγητής φωνητικής αναλαμβάνει να διαπαιδαγωγήσει ένα λαϊκό κορίτσι -ίδιο θέμα με το νεότερο “Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα”.

Ωστόσο, το θέμα της απάρνησης πλούτου και δόξας για χάρη του έρωτα δεν υπάρχει στην ιστορία του κλασικού Πυγμαλίωνα, άρα δεν είναι αυτή η πηγή της έμπνευσης του Καζαντζάκη ή τουλάχιστον δεν είναι αυτή η άμεση πηγή. Η φράση με τη Γαλάτεια και την καλύβα υπάρχει, πριν από τον Καζαντζάκη, στην τραγωδία του ρομαντικού ποιητή Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, που πέθανε νεότατος, στα εικοσιεννιά του χρόνια το 1874 αλλά πρόλαβε να δώσει σημαντικό έργο, πάντα με τους περιορισμούς της εποχής του και με μια φριχτή καθαρεύουσα να το κάνει σήμερα αδιάβαστο (και με τις δυο έννοιες της λέξης).

Ο Βασιλειάδης λοιπόν, παρουσίασε γύρω στα 1870 το “δράμα εις πέντε πράξεις” Γαλάτεια, το οποίο εκτυλίσσεται στην Κύπρο το 1361 π.Χ. (ακρίβεια που σκοτώνει). Εκεί πρωταγωνιστεί ο βασιλιάς Πυγμαλίων, που είναι και γλύπτης και έχει φτιάξει το άγαλμα της Γαλάτειας που το ζωντάνεψαν οι θεοί, και την έχει παντρευτεί, εκείνη όμως βγήκε άπιστη γυναίκα και μπαμπέσα και κάνει τα γλυκά μάτια στον Ρέννο, τον αδελφό του, που είχε φύγει νέος απ’ την Κύπρο, με την πατρική κατάρα στις πλάτες και τώρα επιστρέφει από την Αργοναυτική εκστρατεία. Η Γαλάτεια δασκαλεύει τον Ρέννο να ζητήσει όχι μόνο το μερίδιο του βασιλείου που του αναλογεί, αλλά και ολόκληρο το βασίλειο, καλώντας τον αδελφό του σε μονομαχία, όμως ο Πυγμαλίωνας δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά για την αγάπη της Γαλάτειας. Κι εκεί λέει τη φράση που έμπνευσε τον Καζαντζάκη: Δι’ εμέ αρκεί μία της Κύπρου καλύβη και η Γαλάτεια. Για να πάρετε μια γεύση της γλώσσας, μεταφέρω παρακάτω ολόκληρο το απόσπασμα (το βρήκα εδώ).

ΡΕΝΝΟΣ (ἀνεγείρων θυελλῶδες τὸ μέτωπον). Ἡ Κύπρος εἶνε μικρά. Ὁ βασίλειος θρόνος αὐτῆς ἔχει μίαν μόνην ἕδραν. Τίς θὰ καθίσῃ ἐκεῖ; Δύο βασιλεῖς ὁμοῦ θὰ ἦσαν νάννοι. Καλλίτερον ἐν μέσῳ τῶν ἐρήμων καὶ μόνος ὡς λέων, παρὰ ἐν μέσῳ πόλεως ἐγὼ καὶ μετ’ ἄλλου συνάρχων. Εἷς τῶν δύο ἡμῶν ἂς μείνῃ ὄρθιος καὶ βασιλεύς. (Ἀνασπῶν τὴν σπάθην). Ἓν ἔτι δύναμαι: νὰ μὴ γείνω ἀπὸ ἐνέδρας φονεύς. Φορεῖς σπάθην˚ ἂς ἀγωνισθῶμεν ἀνίλεοι καὶ ὡς ἄνδρες. Τίς θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς Κύπρου; Εἰς τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἂς ἀποκριθῶσιν αἱ σπάθαι ἡμῶν καὶ οἱ θεοί. Ἐὰν ἀποθάνῃς, ἡ ἀρὰ τοῦ πατρὸς ἐπ’ ἐμὲ εἶνε μεγαλειτέρα τῆς ἀρᾶς ἀδελφοῦ˚ ἐὰν φονευθῶ, πληροῦται ἡ ἐπ’ ἐμοῦ εἱμαρμένη, εἱμαρμένη κατάρατος.

ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ (γαλήνιος καὶ οὐράνιος διανοίγων τὰ στήθη του). Ἐὰν εὑρίσκῃς τὸ στῆθος τοῦτο ἀγριώτερον τῶν θηρίων καὶ τῶν βαρβάρων, καθ’ ὧν εἰς τὰ ἄκρα καὶ τάς ἐρήμους τοῦ κόσμου ἠγωνίσθης, κτύπα αὐτό, Ρέννε, καὶ διέλασον ἀνίλεως. Ἀλλ’ ἐγὼ οὐδέποτε, ὁ Πυγμαλίων οὐδέποτε θέλει ἀνεγείρῃ τὴν σπάθην κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του. (Ὁ Ρέννος φρίσσων ἐπικρατεῖ τὴν σπάθην τρέμουσαν καὶ τὸ βλέμμα κατὰ γῆς). Δειλιᾷς;… Οἱ θρόνοι τῶν βασιλέων δίδουσι δούλους, ὄχι ἀδελφούς, Ρέννε. -Ἐλθὲ λοιπόν. (Ἀποζωννύμενος τὴν βασιλικὴν σπάθην του). Ἐν ὀνόματι τοῦ εὐόρκου Διός, παραιτοῦμαι τοῦ πατρῴου σήμερον θρόνου καὶ ἀνακηρύσσω σὲ βασιλέα τῆς Κύπρου, Ρέννε. Ἀντὶ τῆς δολοφόνου λεπίδος τοῦ ἀδελφοῦ, ἣν μοὶ ᾔτησας, σὲ περιβάλλω τὴν βασίλειον σπάθην τοῦ ἡγεμόνος. Ἔχε τὸν θρόνον καὶ ζῆθι εὐδαίμων καὶ παράμεινον ἀδελφός, ἀδελφέ μου. -Δι’ ἐμὲ ἀρκεῖ μία τῆς Κύπρου καλύβη καὶ ἡ Γαλάτεια. Ὁ ἔρως, ἡ πίστις, ἡ ζωὴ τῆς Γαλατείας πρός με εἶνε ἡ θειοτάτη καὶ μόνη εὐδαιμονία μου. Τί πρὸς ἐμὲ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου; Τὸ οὐρανιώτερον τῶν ὀνείρων μου ἔλαβε δι’ ἐμὲ ζωήν, ὑπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὰ φιλήματά μου ἀνέστη ἡ Γαλάτεια, θεῖος καὶ ἄπλετος καὶ αἰώνιος πρός με ἔρως, ὡς ὁ ἐπάνω οὐρανὸς ἤδη ἀναζῇ καὶ ἀνάσσει ὁ ἀδελφός μου: εἶδες θνητὸν ἑμοῦ εὐδαιμονέστερον;

Μπροστά σε τέτοιο ψυχικό μεγαλείο ο Ρέννος βλέπει το φως του, πηγαίνει να βρει τη Γαλάτεια εκεί που έχουν συμφωνήσει και τη σφάζει με το σπαθί του, φωνάζοντάς της: Μαινὰς ἀγνώμων, προδότις, ἀπόθανε! Φτάνει στη σκηνή ο Πυγμαλίων, καταλαβαίνει τι έγινε, δίνει στη Γαλάτεια έναν τελευταίο ασπασμό και πέφτει η Αυλαία.

Το έργο έγινε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες (μάλλον θα κέρδισε με τη μετάφραση), διαβάστηκε πολύ, οπότε από εκεί πήρε κι ο νεαρός Καζαντζάκης την ιδέα να διατυπώσει αποφθεγματικά τη φράση, και γι’ αυτό άλλωστε χρησιμοποιεί και καθαρεύουσα, παρόλο που ήταν ένθερμος δημοτικιστής.

Κι εδώ κλείνει η ιστορία της φράσης, αν και μένει ένα σημείο σε εκκρεμότητα, και αυτό είναι το όνομα Γαλάτεια. Θέλω να πω, ο Οβίδιος, που πρώτος αφηγείται την ιστορία του Πυγμαλίωνα και του αγάλματος που ζωντάνεψε, δεν αναφέρει γυναικείο όνομα -εδώ η αγγλική μετάφραση κι εδώ το πρωτότυπο (στίχοι 243-297) για όποιον σκαμπάζει από λατινικά. Μάλιστα, στη Βικιπαίδεια βρίσκω ότι η προσθήκη του ονόματος της Γαλάτειας, αν και αναμενόμενο (άσπρη σαν το γάλα, ας πούμε) δεν έγινε ούτε στην αρχαιότητα ούτε στην Αναγέννηση, αλλά στον 18ο αιώνα. Γαλάτειες υπάρχουν στην αρχαία γραμματεία, ας πούμε μια Νηρηίδα, ερωμένη του Πολύφημου στους Διαλόγους του Λουκιανού (σε άλλες παραλλαγές τα είχε μ’ έναν βοσκό που τον λέγανε Άκι και που τον σκότωσε ο Πολύφημος) ή μια άλλη στα ειδύλλια του Θεοκρίτου, αλλά όχι Γαλάτεια άγαλμα.

Την πρώτη μνεία του ονόματος Γαλάτεια σε συνάρτηση με τον μύθο του αγάλματος και τον Πυγμαλίωνα, τη βρίσκουμε στο μελόδραμα “Πυγμαλίων” του Ζαν Ζακ Ρουσό, το 1762, ενώ ακολούθησαν πολλές άλλες τον 19ο αιώνα, ανάμεσα σ’ αυτές και μια μουσική κωμωδία του W.S.Gilbert, που παίχτηκε με φοβερή επιτυχία στο Λονδίνο την ίδια περίπου εποχή με τη Γαλάτεια του Βασιλειάδη (αν και ο Βασιλειάδης προηγήθηκε ένα χρόνο) και που έκανε και πολλούς άλλους συνθέτες του είδους να ανεβάσουν άλλους Πυγμαλίωνες. Στη λονδρέζικη κωμωδία ο Πυγμαλίωνας είναι παντρεμένος, οπότε στο τέλος η Γαλάτεια ξαναγίνεται άγαλμα για ν΄ αποφύγει τις γκρίνιες της Κυνίσκας, της γυναίκας του Πυγμαλίωνα.

Η παραλλαγή του Βασιλειάδη, με την άπιστη Γαλάτεια, δεν υπάρχει σε κάποια προηγούμενη διασκευή του μύθου. Ο Βασιλειάδης εμπνεύστηκε το θέμα από τη δημοτική ποίηση και συγκεκριμένα από την παραλογή της άπιστης γυναίκας, την οποία μάλιστα πρόταξε στην έκδοση του έργου (όπως διαβάζω σε ανακοίνωση της καθηγήτριας Γεωργίας Λαδογιάννη). Όμως, χάρη στον Καζαντζάκη και τη δική του Γαλάτεια, η απιστία της τραγικής ηρωίδας ξεχάστηκε κι έτσι τώρα ζητάμε “τη Γαλάτεια και την καλύβα της”. Και ξερό ψωμί.
http://sarantakos.wordpress.com/2013/08/13/galatea/

Φωτό από το stavrochoros.pblogs.gr

Διαβάστηκε 137 φορές